Ορισμένα από τα προβλήματα που συνδέονται με το υψηλό δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν με την επέκταση της μέσης διάρκειας της περιόδου αποπληρωμής του καθώς και τη μείωση των επιτοκίων και των κινδύνων αναχρηματοδότησής του, αναφέρει ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία.

Τα εμπειρικά στοιχεία δείχνουν ότι οι διαγραφές χρέους συχνά είναι καλύτερες από τις αναδιαρθρώσεις (με μείωση της παρούσας αξίας του), αναφορικά με την ανάπτυξη και τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις που ακολουθούν, σημειώνει η έκθεση.

Σημειώνεται, όμως, ότι μέτρα ελάφρυνσης του χρέους «που συνίστανται σε περαιτέρω αναδιάρθρωση των ταμειακών ροών, δεν είναι κατ’ ανάγκη λιγότερο αποτελεσματικά από διαγραφές χρέους, αν και δεν εξαλείφουν πλήρως τους κινδύνους που θα μπορούσαν να προκύψουν, εάν η ανάπτυξη είναι χαμηλότερη και τα επιτόκια υψηλότερα σε σχέση με τις προσδοκίες».

«Η σημαντική επέκταση των περιόδων αποπληρωμής και των περιόδων χάριτος για τα κεφάλαιο και τους τόκους θα μπορούσε να εξασφαλίσει χαμηλές και σταθερές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες μακροπρόθεσμα και, συνεπώς, να μειώσει την αβεβαιότητα», σημειώνει ο ΟΟΣΑ, προσθέτοντας: «Επιπλέον, τα επιτόκια είναι σήμερα χαμηλά, αλλά όλα τα επίσημα δάνεια (από τις χώρες της Ευρωζώνης και τον ESM) είναι κυμαινόμενα. Η γεφύρωση του κινδύνου αυτού, για παράδειγμα, με το κλείδωμα των επιτοκίων στα σημερινά επίπεδα, θα μείωνε την αβεβαιότητα και θα μπορούσε να δώσει κάποια περιθώρια για να ανακάμψει η οικονομία και να δώσουν ώθηση στην παραγωγή οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».

Για παράδειγμα, αναφέρει η έκθεση του ΟΟΣΑ, η μετατροπή του χρέους έναντι των Ευρωπαίων εταίρων και των ευρωπαϊκών θεσμών (δηλαδή των διακρατικών δανείων από τις χώρες της Ευρωζώνης καθώς και των δανείων από τον ESM και τον EFSF) σε χρέος σταθερού επιτοκίου από το 2016 και μετά, θα μείωνε σημαντικά τις ακαθάριστες δανειακές ανάγκες της Ελλάδας.