Η επιβολή αρνητικού επιτοκίου καταθέσεων μόνο στα πλεονάζοντα διαθέσιμα των τραπεζών, που υπερβαίνουν ένα ορισμένο όριο, είναι ένα από τα μέτρα που εξετάζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για να χαλαρώσει τη νομισματική πολιτική της και να αμβλύνει ταυτόχρονα την επίπτωση στην κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων, αναφέρει δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg.
Μία εβδομάδα πριν από την αναμενόμενη από τους επενδυτές απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ για περαιτέρω στήριξη της οικονομίας, επιτροπές της κεντρικής τράπεζας, που εξετάζουν τρόπους για να αμβλύνουν τις επιπτώσεις στις τράπεζες, έχουν ετοιμάσει δυνητικά μέτρα που προβλέπουν από παραλλαγές διαβαθμισμένων επιτοκίων καταθέσεων έως τεχνικές για να μην επιβαρύνονται οι τράπεζες για την υπερβάλλουσα ρευστότητα που προκαλούν τα μέτρα στήριξης, σύμφωνα με πηγές που έχουν γνώση των συζητήσεων. Οι προτάσεις αυτές θα πρέπει να εγκριθούν από το Εκτελεστικό Συμβούλιο της ΕΚΤ και στη συνέχεια από το Διοικητικό Συμβούλιό της που θα συνεδριάσει στις 10 Μαρτίου.
Η βασική ανησυχία της ΕΚΤ είναι ότι το αρνητικό επιτόκιο καταθέσεων, ιδιαίτερα αν μειωθεί περαιτέρω από το -0,3% που είναι σήμερα, μπορεί να πιέσει την κερδοφορία των τραπεζών σε βαθμό που να περιορίσουν τον δανεισμό τους στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Ένα από το πιο απλά μέτρα, θα ήταν να μειώσει το επιτόκιο καταθέσεων, εφαρμόζοντας ένα σύστημα δύο βαθμίδων, που θα προέβλεπε ότι οι τράπεζες πληρώνουν αρνητικό επιτόκιο μόνο για το μέρος των κεφαλαίων που έχουν κατατεθειμένα στην ΕΚΤ , το οποίο υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο. Μία τέτοια διευκόλυνση, αντίστοιχη με αυτή που χρησιμοποιούν άλλες κεντρικές τράπεζες με αρνητικά επιτόκια, περιλαμβανομένης της ελβετικής κεντρικής τράπεζας, θα ήταν εύκολο να εφαρμοσθεί στην Ευρωζώνη, δήλωσαν οι πηγές.
Αν και η ΕΚΤ έχει αρνητικό επιτόκιο καταθέσεων από τα μέσα του 2014, δεν έχει λάβει έως τώρα μέτρα για να αντισταθμίσει το πιθανό πλήγμα στην κερδοφορία των τραπεζών. Οι επενδυτές έχουν προεξοφλήσει τη μείωση του επιτοκίου καταθέσεων κατά τουλάχιστον 10 μονάδες βάσης (στο -0,4%), όπως δείχνουν στοιχεία που έχει συλλέξει το Bloomberg. Το πρόβλημα για τα πιστωτικά ιδρύματα είναι ότι δεν μπορούν να μεταφέρουν εύκολα το κόστος των καταθέσεων τους στην κεντρική τράπεζα στους πελάτες τους, καθώς φοβούνται ότι αυτοί θα αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Οι μεγάλες πωλήσεις των τραπεζικών μετοχών φέτος οφείλονται εν μέρει στην ανησυχία ότι θα μειωθεί και άλλο το αρνητικό επιτόκιο.
«Έχουμε πλήρη συνείδηση αυτού του θέματος», δήλωσε το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Μπενουά Κερέ, σε ομιλία που έκανε χθες, προσθέτοντας: «Το παρακολουθούμε σε τακτική βάση και εξετάζουμε προσεκτικά τα πλαίσια που χρησιμοποιούνται σε άλλες περιοχές για να μετριασθούν οι ενδεχόμενες δυσμενείς συνέπειες για τον δίαυλο του τραπεζικού δανεισμού».
Μία άλλη τεχνικά απλή επιλογή για την ΕΚΤ θα ήταν να αυξήσει το μηνιαίο πρόγραμμά της αγορών ομολόγων. Η κεντρική τράπεζα έχει δεσμευθεί να αγοράζει ομόλογα ύψους 60 δισ. ευρώ κάθε μήνα, τουλάχιστον έως τον Μάρτιο του 2017, με το συνολικό ύψος του προγράμματος να φθάνει τα 1,5 τρισ. ευρώ. Ωστόσο, το πρόγραμμα αυτό, σε συνδυασμό με τις χορηγήσεις μακροπρόθεσμων δανείων από την ΕΚΤ στις τράπεζες (γνωστών ως TLTROs), δημιουργεί μεγάλα ποσά ρευστότητας που πρέπει να κατατεθούν κάπου. Η πλεονάζουσα ρευστότητα στην Ευρωζώνη αυξήθηκε σε πάνω από 700 δισ. ευρώ από λιγότερο από 150 δισ. ευρώ πριν από ένα χρόνο, όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Με το αρνητικό επιτόκιο καταθέσεων, αυτά τα πλεονάζοντα διαθέσιμα γίνονται βάρος για τις τράπεζες. Η ΕΚΤ εξετάζει διάφορες επιλογές για να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες δεν θα τιμωρηθούν για την επιπλέον ρευστότητα και δεν θα μειώσουν τον δανεισμό τους, δήλωσε μία από τις πηγές. Ένας τρόπος θα ήταν να τεθεί το όριο για το διαβαθμισμένο επιτόκιο καταθέσεων σε πολλαπλάσιο των υποχρεωτικών διαθεσίμων των τραπεζών – και οι τράπεζες θα μπορούσαν να πληρώνονται για τα ποσά αυτά ένα επιτόκιο ίσο με το κύριο επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ που σήμερα ανέρχεται στο 0,05%, δήλωσε ο αξιωματούχος.