Στο συμπέρασμα ότι το τελικό ποσό είσπραξης του ΦΠΑ 23% από ιδιωτικά δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια της χώρας, δεν θα υπερβαίνει τα 34,4 εκατ. ευρώ (ποσό που αντιστοιχεί μόλις στο 11,5% του δημοσιονομικού στόχου των 300 εκατ. ευρώ που έχει θέσει η κυβέρνηση) καταλήγει σχετική έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ (ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ).
Σύμφωνα με το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, η απόφαση επιβολής ΦΠΑ 23% στην ιδιωτική εκπαίδευση ήταν μια πολιτική επιλογή που «μαρτυρά κάκιστο σχεδιασμό και προχειρότητα», καθώς η γενική γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του υπουργείου Ανάπτυξης παρείχε στοιχεία που αναφέρονταν στα δίδακτρα των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων της τρέχουσας περιόδου (2015-2016), την ώρα που το υπουργείο Παιδείας παρείχε στοιχεία που αφορούσαν το πλήθος μαθητών και εκπαιδευτικών ανά εκπαιδευτήριο, της περιόδου 2011-2012.
«Οι εμπνευστές της επιβολής του 23% ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση, […] αν είχαν προβεί σε μια στοιχειώδη μελέτη των βασικών μεγεθών της εκπαίδευσης, ή αν είχαν προχωρήσει, ως όφειλαν, σε διάλογο με τους κοινωνικούς φορείς, θα διαπίστωναν ότι σε απολύτως βέλτιστες συνθήκες (είσπραξη από όλες ανεξαιρέτως τις δομές ιδιωτικής εκπαίδευσης και υπό την προϋπόθεση της πιστής τήρησης της φορολογικής νομοθεσίας) το ποσό που θα εισέπρατταν είναι κατά 60 εκατομμύρια ευρώ χαμηλότερο», αναφέρεται στην παρουσίαση της έρευνας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα, η επιβάρυνση με ΦΠΑ 23% θα αφορά τελικά μόνο τα ιδιωτικά δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια που συνολικά έχουν τζίρο 381,4 εκατ. ευρώ και αποδιδόμενο ΦΠΑ 87,6 εκατ. ευρώ – ποσό που υπολείπεται κατά 212,4 εκατ. ευρώ του στόχου των 300 εκατομμυρίων (καλύπτει μόλις το 30,2% του προσδοκώμενου στόχου). Και αυτό, διότι, όπως υπολογίζει το ΚΕΝΑΠ-ΓΣΕΕ, πέραν της απαλλαγής των βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών, νηπιαγωγείων και ΙΕΚ από το ΦΠΑ ύψους 23%, το ίδιο θα απαλλαγούν και τα φροντιστήρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όπως επίσης και τα κέντρα ξένων γλωσσών, «δεδομένου του μέγιστου πλήθους μαθητών που καταγράφουν, όπως προκύπτει από δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων».
Ωστόσο, ακόμη και το ποσό των 87,6 εκατ. ευρώ θεωρείται «εικονικό», καθώς, όπως επισημαίνεται στην έρευνα, στις φορολογητέες ιδιωτικές σχολικές μονάδες περιλαμβάνονται και όσες ήδη λειτουργούν ως μη κερδοσκοπικές εταιρείες και έχουν ήδη εξαιρεθεί από το μέτρο. Άλλο τόσο, το υπολογιζόμενο πλήθος των μαθητών στηρίζεται σε στοιχεία του υπουργείου Παιδείας για το σχολικό έτος 2011-12, ενώ η τάση μαθητείας σε ιδιωτικά σχολεία, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια ιδιωτική εκπαίδευση, βαίνει μειούμενη, ιδιαίτερα μετά το 2013.
Επίσης, η επιβολή ΦΠΑ από 0% έως 23% στην αγορά υπηρεσιών ιδιωτικής εκπαίδευσης, μειώνει κατά πολύ τη δυνατότητα εισπραξιμότητας του μέτρου, αφού πολλοί γονείς δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στην αναμενόμενη αύξηση των διδάκτρων των συγκεκριμένων σχολείων, με αποτέλεσμα να μεταφέρουν τη φοίτηση των παιδιών τους στη δημόσια εκπαίδευση, η οποία ήδη πλήττεται από υποστελέχωση, ελλιπείς υποδομές και συστηματικά μειούμενη χρηματοδότηση – εκτιμά το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, υπολογίζοντας πως η συγκεκριμένη διαρροή θα είναι της τάξης των 18.000 μαθητών, κατά κύριο λόγο από μικρές και μεσαίες ιδιωτικές σχολικές μονάδες. Έτσι, συμπεραίνεται ότι οι εκτιμώμενες εισροές θα μειωθούν κατά 81 εκ. ευρώ και τα αντίστοιχα κρατικά έσοδα από τον ΦΠΑ θα μειωθούν κατά 18,6 εκ. ευρώ. Περαιτέρω αποδυνάμωση του δείκτη εισπραξιμότητας του μέτρου, αναμένεται σύμφωνα με την έρευνα να υπάρξει λόγω των φαινομένων αδιαφάνειας, μη τήρησης της εκπαιδευτικής και της εργατικής νομοθεσίας, της αδήλωτης εργασίας, και σε αρκετές περιπτώσεις της φοροδιαφυγής – περιορίζοντας το τελικό ποσό στο ήμισυ περίπου του αναμενόμενου.
Τέλος, όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της έρευνας, το σημαντικότερο πρόβλημα αφορά στη «μετατροπή του συνταγματικά κατοχυρωμένου αγαθού της εκπαίδευσης σε εμπορεύσιμο είδος», κάτι που «θα εισάγει στον ευαίσθητο χώρο της Παιδείας πρακτικές ανομίας και όρους ασύδοτης αγοράς, γεγονός που θα γιγαντώσει τις εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες και μεσοπρόθεσμα θα πλήξει και τη δημόσια εκπαίδευση».
«Η φορολόγηση του αγαθού της Παιδείας δεν έχει ιστορικό προηγούμενο και η αντιμετώπιση φορέων εκπαίδευσης ως αμιγών επιχειρήσεων εισάγει σε έναν ευαίσθητο χώρο όρους ασύδοτης αγοράς, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το δημόσιο συμφέρον», καταλήγει η έρευνα.