Ζητούμενο για την Ελλάδα είναι μια στρατηγική ανάπτυξης, με την οποία θα δοθεί ώθηση στις εξαγωγές. Ο στόχος αυτός θα έπρεπε να αποτελεί προτεραιότητα στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα, εκτιμά σε άρθρο του στην διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας Zeit o διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Bruegel των Βρυξελλών, Γκούντραμ Βολφ. «Για να ενισχυθούν οι εξαγωγές δεν απαιτείται μεταρρύθμιση της ελληνικής αγοράς εργασίας, η οποία σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ είναι ήδη σήμερα ελαστικότερη από τη γερμανική. Απαιτείται ωστόσο το άνοιγμα των αγορών προϊόντων σε συνδυασμό με μεταρρυθμίσεις στην πολιτική ανταγωνιστικότητας και στο αναποτελεσματικό δημόσιο, όπως επίσης και η στήριξη νέων επιχειρήσεων με κοινοτικά κονδύλια. Ο δεύτερος στόχος αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ήδη από την αρχή της κρίσης το ΔΝΤ διατύπωνε σχετικές αμφιβολίες. Έδωσε ωστόσο πράσινο φως στο πρώτο πρόγραμμα επικαλούμενο κινδύνους μετάδοσης της κρίσης σε άλλες χώρες της ευρωζώνης. Δυστυχώς όμως δεν δόθηκε βάρος στη βιωσιμότητα του χρέους. Ακόμα και το πρώτο κούρεμα ήρθε καθυστερημένα, χωρίς να δώσει λύσεις στο δημοσιονομικό πρόβλημα.
Η παραμονή στο ευρώ καλλιεργεί κλίμα εμπιστοσύνης
Για να υπάρξει ανάπτυξη η Ελλάδα χρειάζεται κλίμα εμπιστοσύνης και νέες επενδύσεις. Αυτές θα έρθουν μόνο αν υπάρχει η βεβαιότητα ότι ακόμη και σε πέντε χρόνια από σήμερα η χώρα θα βρίσκεται εντός ευρώ και ότι το χρέος της θα είναι βιώσιμο. Η βελτίωση του κλίματος μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο αν συμφωνηθεί ότι η αποπληρωμή του χρέους θα συνδεθεί με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Κατά συνέπεια το υπάρχον σχέδιο αποπληρωμής θα τηρούνταν μόνο σε περίπτωση ικανής οικονομικής ανάπτυξης. Διαφορετικά οι πιστωτές θα αναγκαστούν να αποδεχθούν περαιτέρω επιμήκυνση και ακόμα χαμηλότερα επιτόκια. Εκ των υστέρων διαπιστώνουμε ότι στην Ελλάδα τόσο τρόικα, όσο και οι κυβερνήσεις έκαναν ολέθρια λάθη. Η χώρα θα πρέπει να προωθήσει μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα επιτρέψουν στον ιδιωτικό τομέα να αναπτυχθεί και να εξάγει. Από την πλευρά τους οι πιστωτές ως αντάλλαγμα οφείλουν να εγγυηθούν την βιωσιμότητα του χρέους και ρεαλιστικούς στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, έτσι ώστε να προσελκυθούν επενδυτές. Μεταρρυθμίσεις και βιωσιμότητα χρέους είναι επομένως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος», σημειώνει στο άρθρο του ο γερμανός οικονομολόγος Γκούντραμ Βολφ, όπως μεταδίδει σήμερα η Deutsche Welle.