Στην αναγκαιότητα εφαρμογής και άμεσης υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων που έχουν ανακοινωθεί προκειμένου η χώρα να εξέλθει από την κρίση, αναφέρθηκαν όλοι οι ομιλητές στην Ημερίδα του ΙΟΒΕ με θέμα: «Οικονομική Κρίση και Διακυβέρνηση». Στον εναρκτήριο χαιρετισμό του, ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ κ. Μιχαήλ Κορτέσης, υπογράμμισε ότι σήμερα βιώνουμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση. «Μιας κρίσης πολύπλευρης που έχει πλέον ξεφύγει από τα όρια της οικονομικής δράσης και έχει αναδείξει τα βαθύτερα αίτια του κακού: Μια κοινωνία φοβική, απορριπτική και δίχως όραμα. Ένας πολιτικός κόσμος άτολμος, χωρίς ξεκάθαρη στόχευση. Ένα σύστημα θεσμών δυσλειτουργικό, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, αλλά που παρακινεί τους πολίτες σε συμπεριφορές έναντι των θεσμών εξόχως προβληματικές».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΙΟΒΕ, οι περιστάσεις είναι εξαιρετικές και οι κύριες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουμε συνοψίζονται μεταξύ άλλων στη ανταγωνιστικότητα που πρέπει να ορισθεί ως ύψιστη εθνική προτεραιότητα, στο νέο ρόλο για το κράτος, στην ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη και σε ένα να εκπαιδευτικό σύστημα που θα παρακολουθεί τις αλλαγές.

«Για να πετύχουμε τα παραπάνω», τόνισε ο κ. Κορτέσης, «απαιτείται άμεσα να τεθεί σε κίνηση μια διαδικασία μετάβασης από το δημόσιο στο ιδιωτικό, από την προστασία στον ανταγωνισμό, από την συλλογική αδράνεια στην ατομική πρωτοβουλία, από την σπατάλη στην αποτελεσματικότητα, από τους κλειστούς τομείς στην ανοιχτή οικονομία».

«Μια τέτοια μετάβαση», συνέχισε ο κ. Κορτέσης, «απαιτεί να καμφθούν οι ισχυρές αντιστάσεις από καλά οργανωμένες ομάδες, που σήμερα πλέον είναι ορατό ότι δεν εκφράζουν πια τη σιωπηλή πλειοψηφία, αλλά αγωνιούν για την απώλεια κεκτημένων που έχουν υφαρπάξει μέσω του κράτους από το κοινωνικό σύνολο ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση». «Τώρα στην ύστατη αυτή στιγμή είναι ώρα να ξεκινήσει μια μεγάλη συλλογική προσπάθεια διαδικασίας αλλαγής των θεσμών, να αποσαφηνιστεί ο ρόλος τους και να επαναπροσδιοριστεί η σχέση όλων μας με αυτούς» κατέληξε ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ.

Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Γιάννης Στουρνάρας, αναφέρθηκε στη διάσταση μεταξύ των δυνατοτήτων που έχει η ελληνική οικονομία και της παρούσας κατάστασης, διάσταση η οποία οφείλεται και στη δομή διακυβέρνησης καθώς και την χαμηλή απόδοση των θεσμών. Υπογράμμισε την ανάγκη εξοικονόμησης 23 δισ. ευρώ για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος την επόμενη τριετία, αναφέρθηκε σε τομείς στους οποίους εντοπίζονται σημαντικά εμπόδια στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, ενώ πρότεινε κλάδους οι οποίοι, με την εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών, σχετικά εύκολα θα μπορούσαν να προσελκύσουν επενδύσεις, προσφέροντας το αναπτυξιακό αντίβαρο στην αναπόφευκτη μείωση της κατανάλωσης εξαιτίας της δημοσιονομικής προσαρμογής. Επίσης, ποσοτικοποίησε τα οφέλη από την απελευθέρωση των αγορών και των επαγγελμάτων αναφέροντας τόσο την αύξηση του ΑΕΠ (+17%) όσο και της απασχόλησης (+5%), της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών (+10,5%).

«Κοινός παρονομαστής των χαρακτηριστικών του τρέχοντος αναπτυξιακού προτύπου», τόνισε, «είναι η άμεση και έμμεση διόγκωση ενός δημόσιου τομέα ισοπεδωτικού, με έλλειψη σχεδιασμού και προγραμματισμού, κανόνων διαφάνειας, μέτρησης αποτελεσμάτων, αξιοκρατίας, αριστείας, κινήτρων απόδοσης και δημιουργικότητας». «Η διάσωση της ελληνικής οικονομίας», συνέχισε ο κ. Στουρνάρας, «από την τρόικα και το δίχτυ ασφαλείας του ευρώ, περιόρισε τις επιπτώσεις αυτής της κατάρρευσης στο βιοτικό μας επίπεδο και προσφέρει την πολυτέλεια κάποιου χρόνου για να μετατρέψουμε αυτήν την κρίση σε ευκαιρία με τη δημιουργία του νέου, υγιούς και ανταγωνιστικού αναπτυξιακού προτύπου.

Ο χρόνος όμως τρέχει, και πρέπει να βιαστούμε. Ήδη παρατηρούνται καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις και σημαντικές αποκλίσεις στο δημοσιονομικό πρόγραμμα προσαρμογής. Για να επιτύχουμε, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο απαιτείται η κατάλληλη δομή διακυβέρνησης». Ο κ. Στουρνάρας εξέφρασε επιφυλάξεις κατά πόσον είναι δυνατό να επιτευχθούν οι μεταρρυθμιστικοί στόχοι που έχουν τεθεί για την αντιμετώπισης της κρίσης αν δεν εγκαθιδρυθεί μια δομή διακυβέρνησης διαφορετική από τη σημερινή. Τέλος, υπογράμμισε ότι το σημαντικό δίλλημα της οικονομικής διακυβέρνησης στην ευρωζώνη σήμερα, είναι αν η επίλυση της κρίσης χρέους επιτευχθεί με την έκδοση ευρωομολόγου ή υποκατάστατα αυτού, ή με μια σειρά χρεοκοπιών των χωρών μελών της ευρωζώνης που ανήκουν στην ευρωπαϊκή περιφέρεια.

Στην ομιλία του, ο Υπεύθυνος Ερευνών του ΙΟΒΕ, καθηγητής Σταύρος Ιωαννίδης, σημείωσε: «Το πιεστικό ερώτημα που εγείρεται σήμερα δεν είναι η ορθή οικονομική πολιτική, αλλά κατά πόσο το παρόν σύστημα διακυβέρνησης της ελληνικής κοινωνίας -το πολιτικό σύστημα, οι θεσμοί της κοινωνίας πολιτών, η δημόσια διοίκηση, ο Τύπος, τα εργατικά συνδικάτα και άλλα είδη οργανωμένων ομάδων συμφερόντων- μπορεί να υποβοηθήσει την αποτελεσματικότητα της πολιτικής και να επιτρέψει τη μεταμόρφωση της χώρας σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή οικονομία αγοράς. Κυρίως όμως, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον το σύστημα αυτό είναι δυνατό να αλλάξει και το ίδιο σε αυτή την πορεία». «Το παραπάνω ερώτημα», συνέχισε, «υποδηλώνει ότι πολιτικοί, κοινωνικοί, ιδεολογικοί και ιστορικοί παράγοντες ενδεχομένως να έχουν μεγαλύτερη σημασία για τη διαμόρφωση του μέλλοντος της χώρας από την οικονομική πολιτική καθαυτή».

Ο κ. Ιωαννίδης περιγράφοντας πώς η χώρα έφτασε στο σημερινό σημείο, υπογράμμισε ότι το πρόβλημα δεν είναι απλώς ότι ακολούθησε λανθασμένη οικονομική πολιτική. Αναφέρθηκε στο σημερινό σύστημα διακυβέρνησης που παράγει διαρκώς ελλείμματα και χρέος, την πολιτική οικονομία της μεταπολίτευσης που αντιλαμβανόταν τα δημόσια οικονομικά ως «πίτα» προς διανομή, την κυριαρχία μιας πολιτικής κουλτούρας σύγκρουσης, την ανάδειξη της υπεράσπισης των κεκτημένων ως απόλυτης αξία με ταυτόχρονη απαξία της έννοιας της διαπραγμάτευσης και της δημιουργίας ενός υπερτροφικού δημόσιου τομέα, αναποτελεσματικού και μονίμως ελλειμματικού που οδηγεί σε μιαν οικονομία εσωστρεφή με τεράστιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας.