Την μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών κατά 10% σε πρώτη φάση, από το καλοκαίρι του 2011, εξήγγειλε από το βήμα του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΒΕΑ, ο αναπληρωτής υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Γ. Κουτρουμάνης, ενώ παραδέχτηκε ότι η σφικτή εισοδηματική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση και ιδιαίτερα το πλαφόν που έχει τεθεί για τις αμοιβές των διοικήσεων των ταμείων, αποστερούν την ενασχόληση ικανών στελεχών στο σύστημα.
Ο κ. Κουτρουμάνης απαντώντας, επί της ουσίας, στις αιτιάσεις του προέδρου του ΕΒΕΑ Κ. Μίχαλου, ότι οι ασφαλιστικές εισφορές στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στην Ε.Ε. και παράλληλα ότι οι διοικήσεις των Ταμείων επιλέγονται κυρίως με κομματικά κριτήρια, παραδέχτηκε ότι πράγματι οι εισφορές είναι υψηλές εξ αιτίας της μεγάλης εισφοροδιαφυγής που υπάρχει.
Τόνισε, όμως, ότι με το νέο νομοσχέδιο για το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας που θα αναρτηθεί στο διαδίκτυο τις επόμενες ημέρες αλλά και άλλα νομοθετήματα και παρεμβάσεις της κυβέρνησης το πρόβλημα θα αμβλυνθεί αισθητά και θα υπάρξει η δυνατότητα μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών. Μάλιστα , είπε χαρακτηριστικά: «αν όλοι πλήρωναν τις εισφορές τους, θα υπήρχε η δυνατότητα μείωσης τους έως και 30% , χωρίς καμία απώλεια εσόδων. Με τις παρεμβάσεις τις κυβέρνησης , συμπλήρωσε σταδιακά από το καλοκαίρι η μείωση θα επιτευχθεί σε πρώτη φάση κατά 10%».
Σε ότι αφορά στις διοικήσεις των Ταμείων ο κ. Κουτρουμάνης, ανέφερε ότι έχουν επιλεγεί αξιοκρατικά , αλλά συμπλήρωσε ότι με τις πολύ χαμηλές αμοιβές που έχουν νομοθετηθεί υπάρχει απροθυμία αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι υπήρξαν μόνο με 25 υποψηφιότητες για την ανάληψη των διοικήσεων 13 Ταμείων.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Κ. Μίχαλος, από την πλευρά του ανέφερε ότι οι σημερινές συνθήκες ύφεσης υπονομεύουν, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, την υγεία και τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων και η επακόλουθη εκτόξευση της ανεργίας από τις αρχές του 2010 μέχρι σήμερα, σημαίνει αντίστοιχες απώλειες για τα έσοδα του ΙΚΑ από εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων. Το ίδιο ισχύει και για τον ΟΑΕΕ.
«Όσο θα συνεχίσουν να μπαίνουν λουκέτα στις επιχειρήσεις, τόσο λιγότερα θα γίνονται τα έσοδα των ταμείων. Όσο η αγορά θα παραμένει παγωμένη, τόσο περισσότερες επιχειρήσεις θα καταφεύγουν στην εισφοροδιαφυγή, όχι από επιλογή αλλά αναγκαστικά, λόγω έλλειψης ρευστότητας. Επομένως, η επιστροφή σε ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης αποτελεί την υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα σήμερα, για την επιβίωση των ασφαλιστικών ταμείων», σημείωσε ο κ. Μίχαλος και πρόσθεσε ότι επιπλέον θα απαιτηθούν ριζικές παρεμβάσεις, ώστε το ασφαλιστικό σύστημα στη χώρα μας να αποκτήσει επιτέλους υγιείς βάσεις και να πάψει να αποτελεί μονίμως μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί.
Προς αυτή την κατεύθυνση, τόνισε ο κ. Μίχαλος , έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς συγκεκριμένες προτάσεις από το επιμελητήριο όπως:
-Ορθολογική και συστηματική αξιοποίηση της περιουσίας των ταμείων. Με διαφάνεια, με σχέδιο και μακροπρόθεσμη στρατηγική. Για να γίνει αυτό,
απαιτούνται προφανώς ικανές διοικήσεις. Χρειάζονται άνθρωποι που διαθέτουν γνώση της αγοράς, κατάρτιση και εμπειρία, ώστε να ανταποκριθούν αποτελεσματικά σε αυτή την ευθύνη.
-Αποτελεσματικό μηχανισμός ελέγχου, λογοδοσίας, αξιολόγησης και κινήτρων. Οι διοικήσεις των ασφαλιστικών ταμείων θα πρέπει να αξιολογούνται με κριτήριο τις επιδόσεις τους και τα αποτελέσματα της δουλειάς τους. Κατά την επιλογή των διοικήσεων των ασφαλιστικών ταμείων τον κύριο λόγο θα πρέπει να έχουν οι εκπρόσωποι των εργοδοτών και των εργαζομένων. Οι τοποθετήσεις προσώπων με κομματικά ή άλλου είδους κριτήρια, που δεν σχετίζονται με αντικειμενικές και αποδεδειγμένες ικανότητες διοίκησης, θα πρέπει να πάψουν.
– Η Πολιτεία θα πρέπει να προχωρήσει σε σταδιακή αλλά ουσιαστική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Θεωρείται ένα μέτρο αναγκαίο, προκειμένου να στηριχθεί η επιχειρηματικότητα, να ξεπαγώσουν οι επενδύσεις και να ενισχυθεί η απασχόληση, ιδιαίτερα στους νέους.
Τέλος σημειώθηκε ότι και στο ασφαλιστικό, όπως και σε πολλούς άλλους τομείς της οικονομίας μας, θα πρέπει να προχωρήσουν τώρα αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν τα τελευταία τριάντα χρόνια ”διότι παρά τα όποια θετικά βήματα, έχουμε ακόμη να διανύουμε πολύ δρόμο μέχρι το στόχο ενός υγιούς, βιώσιμου και δίκαιου ασφαλιστικού συστήματος. Ελπίζουμε λοιπόν ότι η προσπάθεια θα συνεχιστεί».