Η αύξηση της προσφοράς κατοικίας αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της κυβέρνησης το τελευταίο διάστημα, και στο πλαίσιο αυτό εξετάζονται προτάσεις που θα μπορούσαν να συμβάλουν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Μία από αυτές, αφορά τη δυνατότητα που θα δοθεί σε τράπεζες και funds, τα οποία έχουν μεγάλο αριθμό ακινήτων στο χαρτοφυλάκιό τους, να τα προωθήσουν στην αγορά. Με αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί η προσφορά, ενώ παράλληλα οι τράπεζες και τα funds θα αποκτήσουν ρευστότητα, ώστε να ενισχύσουν τη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.

Χωρίς αμφιβολία, το στεγαστικό ζήτημα αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία σήμερα, μετά την ακρίβεια. Οι πολίτες υφίστανται συνεχώς αυξανόμενη πίεση, καθώς οι τιμές των ακινήτων ανεβαίνουν, καθιστώντας την αγορά ή την ενοικίαση κατοικίας όλο και πιο δύσκολη.

Η κυβέρνηση έχει αναλάβει μια σειρά από μέτρα για τη βελτίωση του διαθέσιμου κτιριακού αποθέματος και για την αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Σε αυτά περιλαμβάνονται το πρόγραμμα «Αναβαθμίζω το Σπίτι μου», το τριετές φορομπόνους για όσους διαθέσουν τα κλειστά διαμερίσματά τους ή τα μετατρέψουν από βραχυχρόνιες σε μακροχρόνιες μισθώσεις, καθώς και περιορισμοί για νέες άδειες βραχυχρόνιας μίσθωσης σε υπερκορεσμένες περιοχές.

Η πρόταση των servicers

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), οι servicers προτείνουν τη δυνατότητα για τα funds να απαλλαγούν από την υποχρέωση τακτοποίησης εκκρεμών νομικών και τεχνικών ζητημάτων στα ακίνητα τους. Η προτεινόμενη λύση προβλέπει ότι η απαιτητική διαδικασία τακτοποίησης για τα ακίνητα που προορίζονται για πλειστηριασμό θα ανατίθεται στον αγοραστή, ο οποίος θα αποζημιώνεται με έκπτωση στην τιμή αγοράς.

Αυτή η λύση θα επιτρέπει στους αγοραστές να βρουν ακίνητα σε καλύτερες τιμές και με μεγαλύτερη ευκολία. Επιπλέον, θα αποζημιώνονται εκ των προτέρων για τις προσπάθειες και τα έξοδά τους μέσω της προσφερόμενης έκπτωσης.

Για τους servicers, η πώληση αυτών των ακινήτων από τα χαρτοφυλάκιά τους θα διευκολύνει τη διαδικασία ανάκτησης των δανείων τους. Ένα ακίνητο που εντάσσεται στο χαρτοφυλάκιο ενός servicer συνήθως απαιτεί πάνω από δύο χρόνια για την τακτοποίηση όλων των παραβάσεων ή εκκρεμοτήτων. Σύμφωνα με ειδικούς του κλάδου, μια τέτοια λύση θα μπορούσε να διαθέσει άμεσα στην αγορά περίπου 50.000 ακίνητα.

Ωστόσο, η προτεινόμενη λύση των servicers αντιμετωπίζει νομικές προκλήσεις. Στελέχη της αγοράς σημειώνουν ότι η εφαρμογή του μέτρου σε ορισμένα ακίνητα ενδέχεται να θεωρηθεί αντισυνταγματική.

Για την υλοποίηση του μέτρου απαιτείται θέσπιση αυστηρών διατάξεων, ώστε ο αγοραστής να αναλαμβάνει τις απαραίτητες τακτοποιήσεις. Παρά την πιθανότητα επίλυσης των ζητημάτων με την εφαρμογή της πρότασης, η μεταφορά της ευθύνης στον αγοραστή ενδέχεται να δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, θα χρειαστούν αυστηρές ποινές και στενά χρονοδιαγράμματα για να εξασφαλιστεί ότι οι αγοραστές θα προβούν στις απαραίτητες ενέργειες.

Η υποστήριξη του κράτους, σε συνδυασμό με τις προτάσεις των servicers, είναι απαραίτητη για την επίλυση του στεγαστικού προβλήματος στην Ελλάδα. Ωστόσο, η συνεργασία μεταξύ των εμπλεκομένων μερών και η προσαρμογή του νομικού πλαισίου είναι εξίσου κρίσιμες για την αποτελεσματική εφαρμογή αυτών των μέτρων. Σε βάθος χρόνου, η αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης απαιτεί συνεχή προσπάθεια και ευελιξία, ώστε να ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς και των πολιτών.