Το υπουργείο Εργασίας ετοιμάζει νέο νόμο που θα εισαγάγει κίνητρα για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας και θα τροποποιήσει τα κριτήρια για την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις της κοινοτικής οδηγίας που απαιτεί αναθεώρηση της νομοθεσίας, ώστε οι κλαδικές και επιχειρησιακές συμβάσεις να καταστούν υποχρεωτικές.
Από την είσοδο της Ελλάδας στα μνημόνια, η διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων έχει υποστεί στασιμότητα λόγω περιορισμών, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι εργαζόμενοι να καλύπτονται από επιχειρησιακές και όχι από ενιαίες κλαδικές συμβάσεις.
Το νέο νομοθετικό πλαίσιο στοχεύει στη βελτίωση των αποδοχών των χαμηλόμισθων και στην αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις. Σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία 2022/2041, η οποία πρέπει να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα, το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων στην ΕΕ πρέπει να φτάσει το 80%. Ωστόσο, στη χώρα μας αυτή τη στιγμή το ποσοστό αυτό είναι μόλις 30%.
Μια πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΕ δείχνει ότι η πλειονότητα των εργαζομένων επιθυμεί δεσμευτικές κλαδικές συμβάσεις, με το 82% να θεωρεί ότι αυτές πρέπει να ισχύουν για όλους τους εργοδότες, ενώ το 85% τις κρίνει απαραίτητες για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Οι αλλαγές θα επηρεάσουν τη διαδικασία διαπραγμάτευσης, υπογραφής και επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων σε κλαδικό, ομοιοεπαγγελματικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, υποστηρίζει τη θέσπιση κινήτρων για να διευκολύνει τους κοινωνικούς εταίρους στις διαπραγματεύσεις, με στόχο την αύξηση του αριθμού των εργαζομένων που καλύπτονται από συμβάσεις.
Συζητείται επίσης η άρση των περιορισμών στη σύναψη και την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων, καθώς και η ενίσχυση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό του κατώτατου μισθού.
Για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων, το κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας βασίζεται στη συμμετοχή των εργαζομένων στις εκλογές των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Από την πλευρά των εργοδοτών, το κριτήριο είναι ο αριθμός των εργαζομένων που συνδέονται με επιχειρήσεις-μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων.
Στις κλαδικές συμβάσεις, για την υπογραφή συμφωνίας, οι εργοδότες πρέπει να είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις. Για την επέκταση μιας κλαδικής σύμβασης, απαιτείται η συναίνεση των εργοδοτών που καλύπτουν το 50% των εργαζομένων του κλάδου.
Ωστόσο, εξετάζεται η δυνατότητα υπογραφής κλαδικών συμβάσεων που θα καλύπτουν και εργοδότες που δεν συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις, καθώς και η μείωση του κριτηρίου εκπροσώπησης κάτω από το 50%, ώστε οι συμβάσεις να κηρύσσονται υποχρεωτικές ακόμη και με μικρότερο ποσοστό κάλυψης.
Το ισχύον νομικό πλαίσιο επιτρέπει στους εργοδότες και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που δεν δεσμεύονται από συλλογικές συμβάσεις να προσχωρήσουν σε υφιστάμενες συμφωνίες. Επιπλέον, ο υπουργός Εργασίας έχει τη δυνατότητα να κηρύξει μια σύμβαση υποχρεωτική, εφόσον δεσμεύει εργοδότες που απασχολούν το 50% των εργαζομένων του κλάδου.
Με τις νέες προτάσεις, αυτό το ποσοστό ενδέχεται να μειωθεί στο 40%, διευκολύνοντας την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων σε περισσότερους εργαζομένους.
Σχετικά με τον κατώτατο μισθό, αυτός θα συνεχίσει να καθορίζεται από την κυβέρνηση, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους. Οι χώρες με υψηλή κάλυψη από συλλογικές συμβάσεις τείνουν να έχουν λιγότερους χαμηλόμισθους και υψηλότερους κατώτατους μισθούς. Η κοινοτική οδηγία επισημαίνει ότι τα κράτη με ποσοστό κάλυψης κάτω του 80% οφείλουν να θεσπίσουν μέτρα για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.