Η σημαντική αύξηση του μισθολογικού κόστους για τις επιχειρήσεις, λόγω των τελευταίων αυξήσεων στον κατώτατο μισθό, επαναφέρει τα σενάρια για μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών σε επίπεδα πάνω από τη μία ποσοστιαία μονάδα σε δύο δόσεις μέχρι το τέλος της 4ετίας, όπως είναι και η πρόθεση της κυβέρνησης.

Ταυτόχρονα, όπως σημειώνεται από τους εργοδοτικούς φορείς, η οικονομία έχει ανάγκη από την τόνωση της ανταγωνιστικότητάς της σε μία περίοδο με αυξημένο κόστος παραγωγής, αλλά και αύξησης του εμπορικού ελλείμματος εξαιτίας κυρίως της μείωσης των εξαγωγών και, βέβαια, της αύξησης, έστω και μικρής, των εισαγωγών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό έχουν αυξήσει το εργατικό κόστος στις επιχειρήσεις κατά 4,4% το 2024.

Στην κυβέρνηση αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα αυτή, αλλά, τουλάχιστον για την ώρα, δεν υπάρχει κάποια επίσημη τοποθέτηση που να κλείνει το μάτι σε ενδεχόμενη μεγαλύτερη μείωση των εισφορών. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι, μάλιστα, επαναλαμβάνουν τη σχετική αναφορά του πρωθυπουργού ότι η μείωση των εργοδοτικών εισφορών αποτελεί προτεραιότητα, αλλά θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη του απαραίτητου δημοσιονομικού χώρου.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, τονίζει την επιτακτική ανάγκη μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας, δεδομένου ότι το μισθολογικό κόστος προβλέπεται να αυξηθεί κατά 4,4% το 2024.

Σύμφωνα με τους ειδικούς της κοινωνικής ασφάλισης, η αύξηση των ασφαλιστέων αποδοχών εξαιτίας του αυξημένου κατώτατου μισθού θα μπορούσε να αποφέρει επιπλέον έσοδα 324,5 εκατομμύρια ευρώ ετησίως στα ασφαλιστικά ταμεία, γεγονός που ανοίγει το ενδεχόμενο μεγαλύτερης μείωσης των εισφορών.

Ωστόσο, οι επικριτές της περαιτέρω μείωσης των εισφορών προειδοποιούν πως κάθε ποσοστιαία μονάδα μείωσης συνεπάγεται απώλεια εσόδων για τον ΕΦΚΑ της τάξεως των 400 εκατομμυρίων ευρώ, επιβαρύνοντας έτσι τον κρατικό προϋπολογισμό. Ως εκ τούτου, απαιτείται προσεκτικός χειρισμός του ζητήματος.

Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί επίσημα για μια συγκρατημένη μείωση των εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα, σε δύο ισόποσες δόσεις, μία το 2025 και μία το 2027. Αντιθέτως, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) υποστηρίζει την ανάγκη για μεγαλύτερη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, τουλάχιστον κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες, συνδέοντας το αίτημα αυτό με την αύξηση του κατώτατου μισθού. Ο ΣΕΒ υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, προκειμένου η Ελλάδα να πλησιάσει τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.

Η διαφορά στις θέσεις της κυβέρνησης και του ΣΕΒ είναι δύσκολο να γεφυρωθεί. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι οι μειώσεις των εισφορών που πραγματοποιήθηκαν την προηγούμενη τετραετία ήταν σημαντικές και ότι τα επόμενα βήματα θα πρέπει να είναι προσεκτικά, ώστε να μην διαταραχθεί η δημοσιονομική ισορροπία.

Τέλος, να σημειωθεί ότι ο υφυπουργός Εργασίας, Πάνος Τσακλόγλου, σημειώνει ότι οι εισφορές χρηματοδοτούν άλλες σημαντικές δαπάνες, ενώ περίπου οι μισές συντάξεις καταβάλλονται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Οι εισφορές έχουν ήδη μειωθεί κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες την προηγούμενη τετραετία, και η περαιτέρω μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα αναμένεται να κοστίσει περίπου 400 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.