Ο κόσμος δεν αλλάζει… άλλαξε. Πυρκαγιές, εκτεταμένοι καύσωνες, λειψυδρία, ερημοποίηση και πλημμύρες «χτυπούν» τον πλανήτη. Είμαστε αντιμέτωποι με φονικές καταστροφές που επέρχονται πια με μεγαλύτερη συχνότητα αλλά και σφοδρότητα από ό,τι προβλέπονταν μέχρι τώρα. «Η φύση μας “εκδικείται”» διαπιστώνει ο καθηγητής του Τμήματος Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με γνωστικό αντικείμενο τις φυσικές καταστροφές και τις δασικές πυρκαγιές, Κώστας Καλαμποκίδης.
Μπορούμε όμως να αναστρέψουμε τη ζοφερή πραγματικότητα; Έχουμε αυτή τη δυνατότητα; Υπάρχουν μέτρα τα οποία μπορούμε να πάρουμε ώστε να βοηθήσουμε τον πλανήτη;
«Η κλιματική αλλαγή αυτό που βιώνουμε σήμερα και που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε εύστοχα και πλανητική αποσταθεροποίηση του κλίματος, γιατί πρόκειται περί αποσταθεροποίησης του κλίματος σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι κάτι που προβλέπαμε πριν από μερικά χρόνια αλλά δεν περιμέναμε ότι θα επέλθει τόσο γρήγορα» τονίζει μιλώντας στο Newsbeast ο καθηγητής του Τμήματος Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με γνωστικό αντικείμενο τις φυσικές Καταστροφές και τις δασικές πυρκαγιές Κώστας Καλαμποκίδης.
«Πριν από πέντε με έξι χρόνια κάναμε μία δημοσίευση με τον καθηγητή κύριο Ζερεφό και είχαμε προβλέψει πώς θα είναι τα επόμενα 30, 40, 50 επόμενα χρόνια το θέμα των πυρκαγιών, δηλαδή η εμφάνιση και η εξάπλωσή τους στην Ελλάδα. Αυτό όμως που λέγαμε πριν από περίπου μία πενταετία πως θα συμβεί σε 50 χρόνια συνέβη σήμερα. Αρχίζουμε πια να καταλαβαίνουμε ότι το ζοφερό μέλλον που προβλέπαμε είναι πλέον εδώ» συμπληρώνει.
Όπως εξηγεί ο Κώστας Καλαμποκίδης δεν είναι μόνο οι πυρκαγιές το μεγάλο μας πρόβλημα. Από τους παρατεταμένους καύσωνες προκαλείται λειψυδρία – ξηρασία και βεβαίως μετά τις φωτιές θα έχουμε τις πλημμύρες στις καμένες περιοχές και βεβαίως έρχεται το φαινόμενο της ερημοποίησης που είναι τεράστιο και έχει να κάνει με διάβρωση και υφαλμύρωση των παράκτιων εδαφών. «Όπου επέρχεται η ερημοποίηση δεν αναστρέφεται» υπογραμμίζει.
«Εάν δεν κάνουμε τίποτα θα πρέπει να μάθουμε να συνυπάρχουμε με ακραίες καταστροφές»
Σε ό,τι αφορά την κλιματική αλλαγή και την αποσταθεροποίηση του κλίματος έχουμε 5, 10 μέχρι 20 χρόνια περιθώριο ώστε να δράσουμε, προειδοποιεί ο καθηγητής του Τμήματος Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με γνωστικό αντικείμενο τις φυσικές καταστροφές και τις δασικές πυρκαγιές.
«Εάν δεν κάνουμε τίποτα και συνεχίσουμε στους ίδιους ρυθμούς θα πρέπει να μάθουμε να συνυπάρχουμε με ακραίες καταστροφές τα επόμενα χρόνια» επισημαίνει.
«Ανατρέχοντας στο κοντινό παρελθόν, το 2007 είχαμε τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Πάρνηθα τον Ιούνιο, μετά στην Εύβοια και τον Αύγουστο στην Πελοπόννησο. Σύνολο καμμένων στρεμμάτων τότε είχαμε κοντά στα τρία εκατομμύρια. Μετά το 2009 αντιμετωπίσαμε μια περίοδο μεγάλων πυρκαγιών στην Πεντέλη το 2018 θρηνήσαμε 102 ανθρώπινες ζωές, πρόκειται για τη δεύτερη χειρότερη απώλεια από πυρκαγιές σε όλο τον πλανήτη με μεγαλύτερη στην Αυστραλία πριν από μερικά χρόνια. Το να συμβαίνει στην Ελλάδα αυτό που συνέβη στο Μάτι ήταν κάτι αδιανόητο. Φτάσαμε στο 2021 που βιώνουμε μια περιβαλλοντική, κοινωνικοοικονομική και ανθρωπιστική καταστροφή. Δεν έχει ακόμη τελειώσει η αντιπυρική περίοδος, έχουμε ακόμη χρόνο μέχρι το Σεπτέμβρη που ολοκληρώνεται» λέει ο Κώστας Καλαμποκίδης.
«Από το 2007 υπάρχει μία σειρά από προτάσεις, μέτρα, σκέψεις, επιστημόνων. Η σειρά από τα μέτρα και τις προτάσεις πρέπει αρχικά να αφορούν το θεσμικό επίπεδο αντιμετώπισης του προβλήματος. Θα πρέπει να γίνουν προσαρμογές και αναθεωρήσεις του επιχειρησιακού σχεδιασμού και των επιμέρους συντελεστών του συστήματος πυροπροστασίας δηλαδή της πρόληψης και καταστολής των δασικών πυρκαγιών σε σχέση βέβαια πάντα με την αποσταθεροποίηση του κλίματος που βιώνουμε σήμερα.
«Κάτι που το θεωρούμε πολύ σημαντικό είναι η αναδιοργάνωση και η επανασύνδεση των δασικών υπηρεσιών με τα επιστημονικά τους καθήκοντα της οικολογίας και της διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών. Δηλαδή θεσμική ενοποίηση της πρόληψης, της καταστολής και των αποτελεσμάτων των δασικών πυρκαγιών σε ένα κοινό διεπιστημονικό φορέα αντιμετώπισης» προσθέτει.
«Οι πυρκαγιές δεν αντιμετωπίζονται μόνο με καταστολή. Πριν από την καταστολή υπάρχει η πρόληψη. Την πρόληψη διοικητικά – θεσμικά την έχει η δασική υπηρεσία, την καταστολή η πυροσβεστική υπηρεσία και την αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων στα οικοσυστήματα και πάλι η δασική υπηρεσία. Αυτή η διάσπαση και ο διαχωρισμός δεν βοηθά. Χρειάζεται ενοποίηση σε έναν κοινό διεπιστημονικό όμως φορέα. Το πρόβλημα τώρα δεν αντιμετωπίζεται ούτε από πυροσβέστες ούτε από δασολόγους ούτε μόνο από μηχανικούς. Χρειάζεται βέβαια να υπάρχουν όλοι αυτοί. Χρειάζονται όμως και βιολόγοι, χρειάζονται και περιβαλλοντολόγοι και γεωγράφοι και πολλές άλλες ειδικότητες ώστε να λυθεί το θέμα» υπογραμμίζει.
«Χρειάζεται εγρήγορση και ενημέρωση των πολιτών»
Ο καθηγητής του Τμήματος Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με γνωστικό αντικείμενο τις φυσικές καταστροφές και τις δασικές πυρκαγιές τονίζει πως είναι αναγκαία η εγρήγορση και ενημέρωση των πολιτών και των ΟΤΑ (Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης) όπως επίσης και των αρμοδίων φορέων υπογραμμίζοντας πως χρειάζονται εύστοχες κοινωνικοοικονομικές παρεμβάσεις για να έχουμε έναν στρατηγικό σχεδιασμό στην προστασία από τις πυρκαγιές.
«Ο κόσμος πρέπει να ξέρει ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι κίνδυνοι στα περιαστικά δάση δηλαδή σε αυτές τις περιοχές που τις λέμε περιοχές μίξης δασών – οικισμών. Οι πολίτες να είναι ενήμεροι και σε εγρήγορση. Δεν βοηθά μόνο η απλή ενημέρωση, χρειάζεται συνειδητοποίηση. Εν μέσω όλης αυτής της κλιματικής αλλαγής θα πρέπει να αυξηθεί η ανθεκτικότητα και να μειωθεί έκθεση των σπιτιών και των οικισμών σε αυτές τις περιοχής μίξης με δασικά οικοσυστήματα» εξηγεί.
«Χρειάζεται καλύτερος αστικός σχεδιασμός σε διασύνδεση με την προφύλαξη των πολιτών. Να μπορούμε να σώσουμε ανθρώπινες ζωές. Μιλώντας για ανθρώπινες ζωές οι εκκενώσεις που γίνονται τώρα είναι απολύτως σωστές. Χρειάζεται όμως να υπάρχει γενικότερα ένα πλάνο, ένας σχεδιασμός εκκένωσης των οικιστικών περιοχών μπροστά σε αυτές τις απειλές από τις δασικές πυρκαγιές» συμπληρώνει.
«Οι απειλές που δεχόμαστε από τις φυσικές καταστροφές είναι ασύμμετρες»
Μιλώντας στο Newsbeast o Κώστας Καλαμποκίδης υπογραμμίζει εστιάζοντας στις απειλές που δεχόμαστε πλέον από τις φυσικές καταστροφές πως «είναι ασύμμετρες».
«Υπάρχει μία πυρκαγιά σήμερα και αύριο θα έχουμε μία πλημμύρα. Κάποτε λέγαμε πως οι κύριες καταστροφές στην Ελλάδα ήταν οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες και οι σεισμοί. Τώρα βέβαια με τους παρατεταμένους καύσωνες που δεν ήταν σύνηθες τα προηγούμενα χρόνια και την ξηρασία που βιώνουμε είναι αναπόφευκτο πλέον το ό,τι θα πρέπει να ασχοληθούμε γενικά με τις φυσικές καταστροφές διότι κάποιες φορές συνδυάζονται με αυτές που λέμε τεχνολογικές καταστροφές. Αν δε συνδυαστούν και δώσουν αυτές που τις λέμε natech disasters τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο πολύπλοκα και καταστροφικά. Ένα τέτοιο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι το τσουνάμι στην Ιαπωνία. Αυτό προκάλεσε το ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο της Φουκοσίμα. Θα πρέπει να σκεφτούμε τι πήγαμε να πάθουμε ως πλανήτης» συμπληρώνει.
«Υπάρχει μια σειρά από πρακτικά μέτρα που μπορούν να μετριάσουν τους κινδύνους»
Απαντώντας στην ερώτηση τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να μειώσουμε τον κίνδυνο ειδικά στο κομμάτι των πυρκαγιών ο καθηγητής του Τμήματος Γεωγραφίας αναφέρει ότι υπάρχει μια σειρά από πρακτικά μέτρα που μπορούν να βοηθήσουν. Αυτά αφορούν τη δασική υπηρεσία, και το πυροσβεστικό σώμα και τους ΟΤΑ τον πρώτο και τον δεύτερο βαθμό αυτοδιοίκησης (δήμους και περιφέρειες).
«Είμαστε σε διάλογο με την Ένωση Περιφερειών Ελλάδος. Τρεις επιστήμονες μεταξύ των οποίων και εγώ είχαμε μία συνάντηση κατά την οποία συζητήσαμε τα θέματα της πρόληψης και διαχείρισης των πυρκαγιών με τους αρμόδιους. Έτσι κάποια στιγμή μέσα στον Σεπτέμβρη ή τέλος Σεπτεμβρίου θα υπάρχει ενημέρωση από τους περιφερειάρχες προς την Πολιτεία» λέει.
«Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να μειώσουμε την έναρξη των πυρκαγιών και όταν εμφανιστούν να καίνε μικρότερες εκτάσεις και λιγότερο έντονα, με μικρότερη δηλαδή σφοδρότητα. Το μόνο εργαλείο που έχουμε για αυτό είναι να διαχειριστούμε την καύσιμη ύλη. Η συμπεριφορά των πυρκαγιών εξαρτάται από τρεις παράγοντες. Από τον καιρό, την τοπογραφία του έδαφος και τη βλάστηση.
Ούτε τον καιρό μπορούμε να αλλάξουμε ούτε την τοπογραφία του εδάφους. Στο μόνο το οποίο μπορούμε να παρέμβουμε εκ των προτέρων είναι η βλάστηση που είναι η καύσιμη ύλη.
Με συγκεκριμένες λοιπόν πρακτικές πρέπει να διαχειριστούμε την καύσιμη ύλη. Να τη μειώσουμε και να καθαρίσουμε τα περιαστικά δάση. Ο καθαρισμός όμως των δασών δεν μπορεί να ξεκινά τον Ιούνιο. Πρέπει να γίνεται στο τέλος της αντιπυρικής περιόδου και αυτό ισχύει και για τα παραγωγικά δάση και για τα περιαστικά δάση.
Οι παρεμβάσεις πρέπει να γίνονται έγκαιρα αλλά και έγκυρα δηλαδή με έναν επιστημονικό τρόπο για να ξέρουμε ότι όντως μειώνουμε τον κίνδυνο με συγκεκριμένα νούμερα. Υπάρχουν μοντέλα προσομοίωσης της χωρικής εξάπλωσης αλλά και της συμπεριφοράς των πυρκαγιών που μπορούν να μας βοηθήσουν στην πρόληψη αλλά και υπό προϋποθέσεις στην καταστολή των πυρκαγιών» διευκρινίζει.
«Δεν ζούμε πια σε έναν μέσο κόσμο αλλά σε μια εποχή ακραίων μετεωρολογικών γεγονότων»
«Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν ζούμε πια σε έναν μέσο κόσμο σε σχέση με την κλιματική αλλαγή. Ζούμε σε μία εποχή μεταβαλλόμενου κλίματος, ακραίων μετεωρολογικών γεγονότων και πιθανών τεράστιων απωλειών. Οι μεγάλες πυρκαγιές γίνονται όλο και περισσότερο πραγματικότητα όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σε πολλά μέρη του πλανήτη μας. Φωτιές για παράδειγμα είχαμε στην Αλάκσα, στην Καλιφόρνια που καίει επί εβδομάδες ακόμη και στη Σιβηρία αλλά και στην ευρύτερη μεσογειακή λεκάνη.
Θα πρέπει επιτέλους να εστιάσουμε στις κοινωνικοοικομικές και βιοφυσικές αιτίες της παθολογίας του κινδύνου των μεγαπυρκαγιών των λεγόμενων megafires. Όταν αναφερόμαστε σε μεγαπυρκαγιές θα πρέπει να μιλάμε πλέον για ”megafires risk pathology”. Να βλέπουμε δηλαδή την παθολογία και όχι να προσπαθούμε να θεραπεύσουμε συμπτώματα» αναφέρει ο καθηγητής του Τμήματος Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με γνωστικό αντικείμενο τις φυσικές καταστροφές και τις δασικές πυρκαγιές, Κώστας Καλαμποκίδης.
«Μιλάμε για ακραίες πυρκαγιές που δεν μπορούν να κατασταλούν και οι λόγοι είναι τέσσερις: α) η κλιματική αλλαγή, β) οι περιοχές μίξης δασών – οικισμών, γ) η έλλειψη διαχείρισης των δασών και δ) η εγκατάλειψη της υπαίθρου» επισημαίνει κλείνοντας.