Η Βρετανία επί ένα δίμηνο δεν έχει χρησιμοποιήσει σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής από καύση άνθρακα για πρώτη φορά μετά τη βιομηχανική επανάσταση τον 19ο αιώνα, ως έμμεση συνέπεια της πτώσης στη ζήτηση ενέργειας εξαιτίας του κορονοϊού.
«Το ακριβές ορόσημο των δύο μηνών είναι σήμερα τα μεσάνυκτα (00.00 της Τετάρτης 10 Ιουνίου), που θα σημάνει 61 ημέρες (ή 1.464 ώρες) από την τελευταία φορά που βγήκε εκτός συστήματος», τόνισε σήμερα ο εκπρόσωπος του εθνικού οργανισμού για την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας National Grid ESO μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος.
Εκπρόσωπος του National Grid ESO δήλωσε σήμερα στο Γαλλικό Πρακτορείο πως «η χρήση άνθρακα στο σύστημα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Βρετανία δεν προβλέπεται για το εγγύς μέλλον».
Ακόμη κι η φειδωλή σε φιλοφρονήσεις περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace, εξέφρασε σήμερα σε δελτίο Τύπου την ευαρέσκειά της για την πρόοδο τούτη στην προσπάθεια απαναθρακοποίησης της βρετανικής οικονομίας.
«Η ραγδαία μείωση ενός τόσο ρυπογόνου καυσίμου θα πρέπει να εορτασθεί. Αυτή η επιτυχία, πριν από λίγο καιρό ακόμη, φαινόταν ανήκουστη» για μία χώρα με μεγάλη παράδοση στη βιομηχανία άνθρακα και στα ορυχεία, όμως η Βρετανία «άδραξε την ευκαιρία να έχει ηγετική θέση στην έξοδο από τον άνθρακα», τονίζει η οργάνωση στην ανακοίνωσή της.
Ο Μάιος ιδιαίτερα υπήρξε ο «πιο πράσινος μήνας που έχει γνωρίσει ποτέ το ηλεκτρικό σύστημα της Βρετανίας» με ένα τμήμα 28% των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο μείγμα του συστήματος παροχής και έχει «καταγράψει την μεγαλύτερη ποσότητα που έχουμε δει ποτέ σε ηλιακή ενέργεια», που ανέρχεται στο 11%, υπογραμμίζει ο National Grid ESO στην ανακοίνωσή του.
Η Βρετανία έχει θέσει ως στόχο να επιτύχει την ουδετερότητα άνθρακα έως το 2050 και να μη χρησιμοποιήσει πλέον τον άνθρακα για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2025. Λιγοστά πλέον είναι τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής από καύση άνθρακα στη χώρα αυτή, που πρώτη εισήγαγε τη δεκαετία το 1880 τους πρώτους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρισμού με βάση τον άνθρακα. Ο άνθρακας υπήρξε η κύρια πηγή ενέργειας κι η κινητήρια δύναμη της οικονομίας της καθ’ όλον τον 20ο αιώνα.
Οι χαμηλές τιμές κι η μικρή βιομηχανική ζήτηση λόγω των περιοριστικών μέτρων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπως κι οι υψηλοί δασμοί για τις εκπομπές άνθρακα κατέστησαν ασύμφορη τη χρήση των σταθμών άνθρακα. Επίσης η χρήση και ζήτηση ηλιακής και αιολικής ενέργειας αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της καραντίνας χάρη στις φθηνότερες τιμές και στις ευνοϊκές περιβαλλοντικές συνθήκες για τους παραγωγούς της.