Οι ωκεανοί του πλανήτη περιέχουν τόσο μεγάλες ποσότητες νερού που για πολλά χρόνια οι επιστήμονες πίστευαν ότι ο άνθρωπος ή η κλιματική αλλαγή δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά την ποσότητά του.
Ωστόσο, νέα μελέτη για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα ωκεανικά συστήματα του πλανήτη καταλήγει στο συμπέρασμα ως το 2100 το 98% των ωκεανών θα πληγεί από την οξίνιση, την αύξηση της θερμοκρασίας, τη μείωση των επιπέδων οξυγόνου και την έλλειψη βιολογικής παραγωγικότητας, καταστροφικές συνέπειες που σε πολλές περιοχές θα «χτυπήσουν» σχεδόν ταυτόχρονα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, που διεξήχθη από ερευνητές του πανεπιστημίου του Όρεγκον, οι βιοχημικές αλλαγές που προκαλούνται από τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου δεν θα πλήξουν μόνο θαλάσσιους οικοτόπους και οργανισμούς αλλά και περιοχές που χρησιμοποιούνται εκτεταμένα από ανθρώπους.
«Αν και εκτιμάμε ότι οι αλλαγές αυτές θα πλήξουν 2 δισεκατομμύρια άτομα, το πιο ανησυχητικό συμπέρασμα της μελέτης μας είναι ότι πολλές από τις περιβαλλοντικές πιέσεις θα πλήξουν περιοχές όπου κατοικούν άνθρωποι που δυσκολεύονται περισσότερο απ’ όλους να ανταπεξέλθουν», δήλωσε ο ωκεανογράφος Andrew Thurber, ένας εκ των συντακτών της μελέτης.
«Σε παγκόσμια κλίμακα περίπου 400 με 800 εκατομμύρια άνθρωποι εξαρτώνται από τους ωκεανούς για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην και παράλληλα κερδίσουν λιγότερα από 4.000 δολάρια ετησίως», τόνισε ο ερευνητής, προσθέτοντας ότι το κόστος της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή είναι μεγάλο είτε αφορά στην αλλαγή του αλιευτικού στόλου ώστε να στοχεύει σε διαφορετικά αλιεύματα είτε αφορά στην μετακίνηση σε νέες περιοχές.
Στη μελέτη τους οι επιστήμονες υποστηρίζουν επίσης ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα βαρύνουν και τις πλουσιότερες χώρες, ωστόσο το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο για τις περιοχές που δεν έχουν τα μέσα για να προσαρμοστούν.
Οικοσυστήματα ανάβλυσης
Η αξιολόγηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στα οικοσυστήματα ανάβλυσης ψυχρών υδάτων είναι ουσιαστικής σημασίας για την πρόβλεψη του μέλλοντος των θαλάσσιων πόρων.
Οι ζώνες όπου συντελείται το φαινόμενο της ανάβλυσης ψυχρού νερού, πλούσιου σε θρεπτικά συστατικά, παράγουν ως και το 20% των παγκόσμιων ιχθυοαποθεμάτων.
Βάσει της επιστημονικής θεωρίας που επικράτησε τη δεκαετία του ΄90, το φαινόμενο της ανάβλυσης ψυχρών υδάτων αναμενόταν να ενταθεί με την πάροδο των χρόνων.
Η αύξηση της θερμοκρασίας στις αέριες μάζες πάνω από τις ηπείρους υποτίθεται ότι θα επιτάχυνε τους αληγείς ανέμους, οι οποίοι με τη σειρά τους θα αύξαναν τα οικοσυστήματα ανάβλυσης, στέλνοντας ψυχρό νερό προς την επιφάνεια των ωκεανών και των θαλασσών, μειώνοντας τη θερμοκρασία στα ανώτατα στρώματα.
Ωστόσο, έρευνα του IRD θέτει εν αμφιβόλω αυτή τη θεωρία. Στο πλαίσιο της νέας μελέτης, που διεξήχθησε ανοιχτά των ακτών της βορείου και της δυτικής Αφρικής, οι επιστήμονες εξέτασαν τις μετρήσεις των ανέμων για τα τελευταία 40 χρόνια, καθώς και μετεωρολογικά δεδομένα κατά μήκος της ισπανικής ακτογραμμής και της ακτογραμμής της δυτικής Αφρικής.
Όπως διαπίστωσαν, σε τοπικό επίπεδο δεν υπάρχει κάποια επιτάχυνση των ανέμων που θα μπορούσε να προκαλέσει φαινόμενα ανάβλυσης, ψυχραίνοντας τα επιφανειακά ύδατα.
Αντιθέτως οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι όλη η ζώνη παρουσιάζει τάση αύξησης της θερμοκρασίας κατά έναν βαθμό Κελσίου ανά αιώνα. Τα νέα ευρήματα έρχονται σε αντίθεση με την υπόθεση ότι το φαινόμενο της ανάβλυσης από το ρεύμα των Καναρίων εντείνεται.
Πηγή: econews.gr