Η κλιματική αλλαγή, λόγω της ανόδου θερμοκρασίας του πλανήτη, έχει αυξήσει την οικονομική ανισότητα από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα, από τη μία κάνοντας μερικές πλούσιες χώρες ακόμη πλουσιότερες (π.χ. Νορβηγία και Σουηδία) και από την άλλη, «φρενάροντας» την ανάπτυξη πολλών φτωχότερων χωρών (π.χ. Ινδία και Νιγηρία). Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας διεθνούς επιστημονικής μελέτης, με επικεφαλής τον κλιματολόγο, Νόα Ντίφενμποου, της Σχολής Γεωεπιστημών και Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS).
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο ειδήσεων η μελέτη εκτιμά ότι κατά τον τελευταίο μισό του αιώνα, μετά τη δεκαετία του ’60, η κλιματική αλλαγή οδήγησε σε μείωση κατά 17% ως 30% του πλούτου ανά κεφαλή στις φτωχότερες χώρες, με αποτέλεσμα η «ψαλίδα» του ανά κεφαλή πλούτου ανάμεσα στις φτωχότερες και στις πλουσιότερες χώρες να έχει διευρυνθεί κατά περίπου 25% περισσότερο από ό,τι θα είχε συμβεί χωρίς τις επιπτώσεις της ανόδου της θερμοκρασίας.
«Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι οι περισσότερες από τις πιο φτωχές χώρες είναι σημαντικά φτωχότερες σήμερα απ’ ό,τι θα ήταν χωρίς την παγκόσμια υπερθέρμανση. Ταυτόχρονα, η πλειονότητα των πλουσίων χωρών είναι πλουσιότερες από ό,τι θα είχαν υπάρξει χωρίς την κλιματική αλλαγή», δήλωσε ο Ντίφενμποου.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο η κλιματική αλλαγή χειροτερεύει την οικονομική ανισότητα
Παρόλο που, σύμφωνα με τους ερευνητές, η οικονομική ανισότητα μεταξύ των χωρών έχει μειωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η μείωση θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη χωρίς την κλιματική αλλαγή. Η μελέτη δείχνει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης (αύξησης του ΑΕΠ) στη διάρκεια των ετών με θερμοκρασίες μεγαλύτερες του μέσου όρου έχει επιταχυνθεί στις πιο κρύες χώρες (που συμβαίνει να είναι συνήθως και οι πιο πλούσιες), αλλά έχει επιβραδυνθεί στις πιο θερμές (που είναι και οι φτωχότερες).
«Τα ιστορικά δεδομένα δείχνουν ότι οι γεωργικές καλλιέργειες είναι πιο αποδοτικές, οι άνθρωποι πιο υγιείς και οι εργαζόμενοι πιο παραγωγικοί, όταν οι θερμοκρασίες δεν είναι ούτε πολύ υψηλές ούτε πολύ χαμηλές. Αυτό σημαίνει ότι στις ψυχρές χώρες μια λίγο υψηλότερη θερμοκρασία μπορεί να βοηθήσει, ενώ το αντίθετο ισχύει για τα μέρη που είναι ήδη πολύ ζεστά», ανέφερε ο επίκουρος καθηγητής του Στάνφορντ, Μάρσαλ Μπερκ.
«Ιδίως οι τροπικές χώρες τείνουν να έχουν θερμοκρασίες κατά πολύ πάνω από τις ιδανικές για οικονομική ανάπτυξη. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτό τις έχει βλάψει. Από την άλλη, μερικές από τις μεγαλύτερες οικονομίες βρίσκονται κοντά στην τέλεια θερμοκρασία για οικονομική ανάπτυξη. Όμως μια μεγάλη άνοδος της θερμοκρασίας θα τις απομακρύνει ολοένα περισσότερο από την άριστη θερμοκρασία» πρόσθεσε.
Μολονότι οι επιπτώσεις της θερμοκρασίας φαίνονται μικρές σε ετήσια βάση, μπορούν να επιφέρουν δραματικές οικονομικές σωρευτικές απώλειες ή κέρδη σε βάθος δεκαετιών. «Όπως με ένα αποταμιευτικό λογαριασμό, οι μικρές διαφορές στο επιτόκιο θα γεννήσουν μεγάλες διαφορές στο υπόλοιπο του λογαριασμού σε 30 ή 50 χρόνια» επεσήμανε ο Ντίφενμποου.
Η μελέτη εκτιμά ότι οι πέντε οικονομίες που έχουν τις μεγαλύτερες απώλειες μετά το 1961 λόγω της κλιματικής αλλαγής (με βάση τη μέση μεταβολή του ΑΕΠ ανά κεφαλή) είναι το Σουδάν (-36%), η Ινδία (-31%), η Νιγηρία (-29%), η Ινδονησία (-27%) και η Βραζιλία (-25%). Οι πέντε χώρες που έχουν ωφεληθεί περισσότερο από την άνοδο της θερμοκρασίας εκτιμάται ότι είναι η Νορβηγία (+34%), ο Καναδάς (+32%), η Σουηδία (+25%), η Βρετανία (+9,5%) και η Γαλλία (+4,8%). Το ερώτημα που γεννά η νέα έρευνα -και ζητά απάντηση- είναι κατά πόσο η κλιματική αλλαγή χειροτερεύει την οικονομική ανισότητα και ανοίγει την «ψαλίδα» του πλούτου, όχι μόνο μεταξύ των χωρών, αλλά και στο εσωτερικό της κάθε χώρας.