Αιθαλομίχλη «πνίγει» τον ελληνικό ουρανό. Το φαινόμενο, που έχει να παρατηρηθεί από τη δεκαετία του ΄70, επανέρχεται καθώς, όπως φαίνεται, η αύξηση της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου οδήγησε πολλούς κατοίκους της χώρας να χρησιμοποιούν για θέρμανση τζάκια και ξυλόσομπες.
Ο καθηγητής Φυσικής της Ατμόσφαιρας και ακαδημαϊκός, Χρήστος Ζερεφός, εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πώς η αιθαλομίχλη αυξήθηκε από απρογραμμάτιστη και αναγκαία καύση πάσης φύσεως ξύλινων και άλλων προϊόντων για να ζεσταθούν οι κάτοικοι της Ελλάδας. Η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε κατά 30% και όλοι στράφηκαν σε φθηνές λύσεις, χωρίς όμως προδιαγραφές. Το αποτέλεσμα ήταν οι άνθρωποι, υπό τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες, να κινδυνεύουν να εκτεθούν σε επικίνδυνους ρύπους, πολλοί εκ των οποίων έχουν κατηγορηθεί ως καρκινογόνοι.
Η απότομη μετάβαση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο σε ανεξέλεγκτης προέλευσης καύσιμα υλικά σε τζάκια και ξυλόσομπες οδήγησαν στο φαινόμενο της αιθαλομίχλης.
Τα επίπεδα του μονοξειδίου του άνθρακα και τα αιωρούμενα σωματίδια, τουλάχιστον διπλασιάστηκαν και σε ορισμένες περιοχές τριπλασιάστηκαν, δημιουργώντας ένα τόσο πυκνό νέφος αιθαλομίχλης, που θύμιζε το Λονδίνο των αρχών της δεκαετίας του ΄50, όταν καταγράφηκαν περισσότεροι από 20.000 θάνατοι από αναπνευστικά και καρδιακά προβλήματα.
Μάλιστα, στην Ελλάδα το φαινόμενο βαίνει επιδεινούμενο, όποτε υπάρχει άπνοια και οι μετεωρολογικές συνθήκες ευνοούν τη συσσώρευση των ρύπων.
Έως τις 31/12/2011 οι αιωρούμενοι ρύποι στο λεκανοπέδιο Αττικής μειώνονταν κατά εντυπωσιακό ρυθμό που αποδίδεται στη σταδιακή αποβιομηχάνιση της περιοχής, λόγω της οικονομικής κρίσης. Από το 2012 η εικόνα άλλαξε και οι ρύποι άρχισαν και πάλι να αυξάνονται.
Ο υπεύθυνος για θέματα Κλιματικής Αλλαγής και Ενέργειας της Greenpeace, Τάκης Γρηγορίου, σημειώνει: Το πρόβλημα είναι υπαρκτό, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή τα παραδοσιακά προβλήματα της καύσης πετρελαίου από τα βαριά οχήματα και τη θέρμανση.
«Ένας καλός τρόπος θέρμανσης και όχι ρυπογόνος, είναι αυτή που προέρχεται από ενεργειακά τζάκια, τα οποία έχουν καυστήρες υψηλής απόδοσης. Το λειτουργικό τους κόστος είναι κατά 50% φθηνότερο από το πετρέλαιο, έχουν καλύτερη απόδοση και είναι λιγότερο ρυπογόνοι από τους παλιούς λέβητες πετρελαίου. Η καύσιμη ύλη για τα ενεργειακά τζάκια πρέπει να είναι πέλετς καλής ποιότητας ή ξερά ξύλα, καθότι τα υγρά εκλύουν περισσότερα βλαβερά σωματίδια» σημειώνει ο κ. Γρηγορίου.
Αναφορικά με τα μικροσωματίδια, οι σύγχρονοι λέβητες πέλετς προσεγγίζουν τα επίπεδα εκπομπών των καυστήρων πετρελαίου. Ωστόσο, θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι τα μικροσωματίδια από την καύση ξύλου είναι λιγότερο τοξικά από τα μικροσωματίδια από την καύση πετρελαίου, ενώ θεωρούμε ότι έχουν μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (σε αντίθεση με το πετρέλαιο).
Η στροφή σε ενεργειακά πιο αποδοτικές λύσεις, όπως είναι τα ενεργειακά τζάκια (αντί παραδοσιακών τζακιών) και σε σύγχρονους λέβητες πέλετς (αντί παλιών ρυπογόνων καυστήρων πετρελαίου) μπορούν να αποτελέσουν μία οικονομική λύση για τους καταναλωτές περιορίζοντας την έξαρση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Γενικότερα, σύμφωνα με τους ειδικούς, νέφος καπνομίχλης, σχηματίζεται όταν υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ρύπων, όπως μονοξειδίου του άνθρακα, διοξειδίου του θείου και αιωρούμενων σωματιδίων, σε συνδυασμό με σχετικά χαμηλή θερμοκρασία και μεγάλη σχετική υγρασία.
Οι ενώσεις άνθρακα που απελευθερώνονται από τις καύσεις στα τζάκια και στις ξυλόσομπες, εγκλωβίζονται μέχρι και τις πρώτες πρωινές ώρες σε υψόμετρο 500- 1000 μέτρων εξαιτίας του φαινομένου της θερμοκρασιακής αναστροφής στην ατμόσφαιρα. Στρώματα αέρα με διαφορετική θερμοκρασία δημιουργούν ένα «ταβάνι», που εμποδίζει τη διαφυγή των ρύπων.
Σημειώνεται ότι τα σωματίδια ρύπων με πολύ μικρή διάμετρο, που είναι εισπνεύσιμα, ενοχοποιούνται για την πρόκληση βλαβών στο καρδιογγειοαναπνευστικό σύστημα.