Η Κίνα σημείωσε ένα ιστορικό διαστημικό επίτευγμα, καθώς έγινε η πρώτη χώρα που πρώτη «άγγιξε» τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, όπου προσεληνώθηκε το ρομποτικό σκάφος της Chang’e-4.
Το σκάφος, που είχε εκτοξευθεί στις 7 Δεκεμβρίου με ένα πύραυλο Long March-3B, με σκοπό να μελετήσει τη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης, η οποία είναι μόνιμα αόρατη από τη Γη, περιλαμβάνει μια στατική άκατο και ένα μικρό ρόβερ, ενώ πολλά από τα επιστημονικά όργανα του είναι ευρωπαϊκής κατασκευής.
Μέχρι σήμερα, όλες οι αμερικανικές και σοβιετικές-ρωσικές αποστολές είχαν γίνει στη «μπροστινή», φωτεινή πλευρά. Ποτέ έως τώρα κάποιο σκάφος ή αστροναύτης δεν είχε επιχειρήσει να «πατήσει» τη λεγόμενη σκοτεινή πλευρά, τη «Luna Incognita», η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι σκοτεινή, αφού δέχεται το φως του Ήλιου, όταν το φεγγάρι βρίσκεται ανάμεσα στη Γη και στο μητρικό άστρο μας. Η μόνη εξαίρεση ήταν το 1962, όταν το σκάφος Ranger 4 της NASA είχε συντριβεί στην «πίσω» πλευρά της Σελήνης.
Οι παρατηρήσεις από ψηλά της σκοτεινής πλευράς του φεγγαριού, τόσο από δορυφόρους, όσο και από τους αστροναύτες μέσα στις διαστημικές ακάτους, έχουν αποκαλύψει ότι -για άγνωστο λόγο- διαθέτει παχύτερο και μεγαλύτερης ηλικίας φλοιό, καθώς επίσης περισσότερους και βαθύτερους κρατήρες απ’ ό,τι η φωτεινή πλευρά. Αποτελεί ακόμη μυστήριο για τους επιστήμονες γιατί τα δύο «πρόσωπα» της Σελήνης έχουν αυτές τις διαφορές.
Η Εθνική Υπηρεσία Διαστήματος της Κίνας (CNSA) ξεκίνησε το διαστημικό πρόγραμμά της για τη Σελήνη με καθυστέρηση περίπου τριών δεκαετιών, αφότου οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση είχαν πλέον σταματήσει τις δικές τους αποστολές («Απόλλων» και «Λούνα» αντίστοιχα).
Το πρώτο κινεζικό σκάφος Chang’e-1 (είναι το όνομα της αρχαίας κινεζικής θεότητας του φεγγαριού) εκτοξεύθηκε το 2007 και αφού τέθηκε σε τροχιά και χαρτογράφησε τη Σελήνη, συνετρίβη πάνω της το 2009. Ακολούθησε το Chang’e-2 το 2010, το οποίο επίσης τέθηκε σε τροχιά γύρω από το δορυφόρο και μετά στάλθηκε στα βάθη του διαστήματος.
Το 2013, το Chang’e-3 υπήρξε το πρώτο σκάφος που προσεληνώθηκε μετά το σοβιετικό Λούνα-24 το 1976. Για πρώτη φορά μάλιστα ένα μικρό κινεζικό ρόβερ, το Yutu, ήταν εφοδιασμένο με ένα ραντάρ που μπόρεσε να μελετήσει όχι μόνο την επιφάνεια, αλλά και το υπέδαφος του φεγγαριού.
Το Chang’e-4, που έχει σχεδιασθεί κατά τα πρότυπα του προδρόμου του, θα βασίζεται για τις επικοινωνίες του με τη Γη στον κινεζικό δορυφόρο αναμετάδοσης Queqiao που διαθέτει μια παραβολική αντένα 4,2 μέτρων. Εκτοξεύθηκε φέτος το Μάιο και βρίσκεται στην κατάλληλη τροχιά, σε απόσταση 64.000 χιλιομέτρων από την πίσω πλευρά του φεγγαριού, ώστε να βλέπει ταυτόχρονα τόσο τη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης, όσο και τον πλανήτη μας.
Το Chang’e-4, που περιλαμβάνει μια άκατο προσελήνωσης βάρους 3,6 μετρικών τόνων και το μικρό ρόβερ Yutu, βάρους 140 κιλών, προσεληνώθηκε στον διαμέτρου 180 χιλιομέτρων κρατήρα Φον Κάρμαν μέσα στην τεράστια λεκάνη Νοτίου Πόλου-Άιτκεν, η οποία πιθανόν έχει σχηματισθεί μετά την πρόσκρουση ενός γιγάντιου αστεροειδούς. Η εν λόγω λεκάνη, διαμέτρου 2.500 χιλιομέτρων και βάθους 12 χιλιομέτρων, είναι η μεγαλύτερη, βαθύτερη και παλαιότερη λεκάνη πρόσκρουσης στο φεγγάρι.
Το ραντάρ του ρόβερ θα μπορεί να «δει» σε βάθος έως 100 μέτρων κάτω από τη σεληνιακή επιφάνεια. Το σκάφος διαθέτει επίσης τρεις κάμερες και μια σειρά από επιστημονικά όργανα (ορισμένα ευρωπαϊκής κατασκευής), όπως ένα αναλυτή σεληνιακής σκόνης, ένα αναλυτή ηλεκτρικού πεδίου, ένα σεληνιακό σεισμογράφο κ.α.
Ακόμη, θα μεταφέρει ένα πείραμα 28 κινεζικών πανεπιστημίων, συγκεκριμένα μια μίνι «σεληνιακή βιόσφαιρα», μια αλουμινένια σφαίρα βάρους τριών κιλών, που περιέχει νερό, θρεπτικά συστατικά και αέρα και μέσα στην οποία θα επιχειρηθεί να φυτρώσουν σπόροι από πατάτες και άλλα φυτά. Το πείραμα θα αποτελέσει «πιλότο» για τα μελλοντικά σχέδια δημιουργίας κινεζικής σεληνιακής βάσης και τροφοδοσίας της με αγροτικά προϊόντα σεληνιακής καλλιέργειας.