Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας εκατοντάδες χρόνια πριν από τον Τρωικό Πόλεμο συντάραξε τον αρχαίο κόσμο. Ολόκληρη η αρχαία πόλη στο Ακρωτήρι καταστράφηκε ολοσχερώς από την ισχυρή έκρηξη, που προκάλεσε ισχυρό τσουνάμι με κύματα που έφταναν μέχρι τα 12 μέτρα, όπως εκτιμούν ειδικοί. Τα κύματα αυτά έφτασαν μέχρι τη μινωική Κρήτη 110 χλμ. νοτιότερα, ενώ με ηφαιστειακή τέφρα καλύφθηκαν πολλές περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου. Αλλά πότε ακριβώς συντελέστηκε αυτή η μεγάλη φυσική καταστροφή; Μέχρι σήμερα υπάρχουν διάφορες επιστημονικές εκτιμήσεις. Οι αρχαιολόγοι αλλά και οι ειδικοί της μεθόδου χρονολόγησης με χρήση ραδιενεργού άνθρακα δίνουν μια σκληρή επιστημονική μάχη για την εύρεση της ακριβούς χρονολογίας της ηφαιστειακής έκρηξης. Συγκρίνοντας αιγυπτιακές επιγραφές και κεραμικά ευρήματα οι αρχαιολόγοι τοποθετούν την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας στο 1500 π.Χ. Οι αναλύσεις του ραδιενεργού άνθρακα από την άλλη θεωρούν ότι έγινε πολύ νωρίτερα. Η ανάλυση δειγμάτων πχ. αρχαίων ελαιόδενδρων από το Ακρωτήρι και άλλες τοποθεσίες οδηγεί τους ειδικούς της ραδιοχρονολόγησης στο συμπέρασμα ότι η έκρηξη σημειώθηκε τουλάχιστον 100 χρόνια νωρίτερα από το 1500 π.Χ. Σε γενικές γραμμές πάντως οι μέχρι τώρα επιστημονικές θεωρήσεις επικεντρώνονται στην χρονική περίοδο μεταξύ 1700 με 1500 π.Χ. Μια νέα μελέτη του Πανεπιστημίου της Αριζόνας με επικεφαλής την αρχαιολόγο Σαρλότ Πίρσον έρχεται τώρα να συγκεράσει τις επικρατούσες θεωρίες, προτείνοντας μια διαφορετική προσέγγιση στη μέθοδο ραδιοχρονολόγησης. Νέα μέθοδος ραδιοχρονολόγησης Η αμερικανική ερευνητική ομάδα μελέτησε τόσο τα αποθέματα ραδιενεργού άνθρακα όσο και τους δακτυλίους πέντε δέντρων. Aρχικά χρονολογήθηκαν οι δακτύλιοι με απλή μέτρηση και κατόπιν στην πρώτη αυτή χρονολόγηση προσαρμόστηκαν ανάλογα τα δεδομένα που προέκυψαν από την ανάλυση των αποθεμάτων ραδιενεργού άνθρακα. Στη συνέχεια απαιτείται η επαλήθευση των στοιχείων κι από άλλο εργαστήριο, το οποίο θα πρέπει επίσης να χρονολογήσει κάθε δείγμα ραδιενεργού άνθρακα. Εάν συμπέσουν, τότε αυτό σημαίνει ότι ίσως θα πρέπει να γίνει μια επαναχρονολόγηση. Πού βασίζεται όμως αυτή η νέα μέθοδος χρονολόγησης; Το «ρολόι» του ραδιενεργού άνθρακα σε έναν οργανισμό μετράει αντίστροφα. Κάθε οργανισμός εν ζωή διαθέτει τόσο ποσότητα άνθρακα C-14 όσο και άνθρακα C-12. Mε τον θάνατο αρχίζει να μειώνεται η συγκέντρωση του C-14, ενώ τα άτομα του C-12 παραμένουν αναλλοίωτα. Οι επιστήμονες, σύμφωνα με δημοσίευμα της deutsche welle, με τη σύγκριση της αναλογίας των δύο ισοτόπων μπορούν να υπολογίζουν πότε περίπου έζησε ένας οργανισμός. Ένας παράγοντας που δυσχεραίνει τη ραδιοχρονολόγηση έχει να κάνει με το ότι η ποσότητα της κοσμικής ακτινοβολίας που φθάνει στη γη επηρεάζει και τη συγκέντρωση ραδιοανθράκων στους οργανισμούς. Έτσι οι ειδικοί πρέπει να προβούν σε περίπλοκες πιθανολογήσεις για τις ποσότητες των ραδιοανθράκων. Εκεί όμως έρχεται η μελέτη των δακτυλίων στον κορμό των δέντρων για να λύσει το πρόβλημα, δεδομένου ότι παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες όχι μόνο για τη συγκέντρωση ραδιενεργού άνθρακα αλλά και την απόλυτη ηλικία του δέντρου. Αντικρουόμενες απόψεις Η ομάδα του Πανεπιστημίου της Αριζόνας εφάρμοσε τη νέα μέθοδο ραδιοχρονολόγησης σε δείγματα δέντρων που είχαν απομείνει μετά από ηφαιστειακές εκρήξεις στην Καλιφόρνια και την Ιρλανδία. Θα μπορούσε ωστόσο να χρησιμοποιηθεί και μελλοντικά σε άλλες αρχαιολογικές έρευνες. Οι απόψεις πάντως των ειδικών για τη νέα μέθοδο ποικίλλουν. Ο Κρίστοφερ Ράμσι από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης που συμμετείχε στην έρευνα, η οποία τοποθετεί την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας στο 1700 π.Χ, για πολλά χρόνια δεχόταν κριτική, επειδή τα δεδομένα του δεν επαληθεύονται από την κλασική μέθοδο ραδιοχρονολόγησης, υπάρχει περίπτωση να δει σύντομα τις υποθέσεις του να επαληθεύονται με τη νέα συνδυαστική μέθοδο. Από την άλλη πλευρά ο Στερ Μάνιγκ, αρχαιολόγος από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ, φοβάται ότι η νέα έρευνα ενδέχεται να προκαλέσει μεγαλύτερη σύγχυση στον τομέα της ραδιοχρονολόγησης, μιας και τα νέα δεδομένα θα έρχονται ενδεχομένως σε αντίθεση με αυτά της παραδοσιακής μεθόδου. Τέλος, ο Τζέρεμι Ρούτερ από το Πανεπιστήμιο του Ντάρμουθ, βλέπει την νέα έρευνα ως ένα βήμα προς το μέλλον, ωστόσο δηλώνει απογοητευμένος που ούτε αυτή μπορεί να δώσει απαντήσεις για τη χρονολόγηση με απόλυτη ακρίβεια.