Σε νέα επίπεδα ρεκόρ ανήλθαν το 2011 οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, με καταστρεπτικές συνέπειες για τον πλανήτη, όπως προκύπτει από τα προκαταρκτικά στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, μόνον αν οι εκπομπές σταθεροποιηθούν σε περίπου 44 δισεκατομμύρια μετρικούς τόνους ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα το 2020, θα αποφευχθεί η μέση αύξηση των θερμοκρασιών του πλανήτη πάνω από 2 βαθμούς Κελσίου και οι συνεπακόλουθες κλιματικές επιπτώσεις, όπως είναι οι καταστροφικές σοδειές και το λιώσιμο των παγετώνων.
Τα καινούργια στοιχεία δίνουν νέες αποδείξεις ότι, όπου νά ‘ναι, απομακρύνεται οριστικά ο στόχος των 2 βαθμών Κελσίου, τόνισε ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΟΕ, Φατίχ Μπιρόλ. «Όταν βλέπω αυτά τα στοιχεία, διαπιστώνω ότι η τάση αυτή συνάδει απόλυτα με μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 6 βαθμούς Κελσίου το 2050, εξέλιξη που θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τον πλανήτη» πρόσθεσε, μιλώντας στο πρακτορείο Ρόιτερς.
Σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίμων εκτινάχθηκαν, το 2011, σε 31,6 γιγατόνους, εξέλιξη που αντιπροσωπεύει αύξηση κατά 1 γιγατόνο ή 3,2% σε σχέση με τα επίπεδα του 2010 και η οποία είναι κατά πολύ μεγαλύτερη της μέσης ετήσιας αύξησης κατά 0,6 γιγατόνους, την περίοδο 2006- 2010.
Καταλυτικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη είχε η κινεζική οικονομία. Στην Κίνα, οι εκπομπές αυξήθηκαν πέρυσι κατά 9,3%, κυρίως λόγω της αυξημένης χρήσης λιθάνθρακα. Ωστόσο, η ένταση άνθρακα της χώρας, δηλαδή η εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ανά μονάδα ΑΕΠ, μειώθηκε κατά 15% μεταξύ 2005 και 2011, κάτι που σημαίνει ότι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη βρίσκει τρόπους, με μικρότερη κατανάλωση λιθανθράκων, να τροφοδοτήσει την ανάπτυξή της.
Η Ινδία υποσκέλισε τη Ρωσία, έχοντας γίνει ο τέταρτος μεγαλύτερος ρυπαντής του πλανήτη, πίσω από την Κίνα, τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς οι εκπομπές της αυξήθηκαν κατά 8,7%.
Στην Ιαπωνία, η σταδιακή απεξάρτηση από την πυρηνική ενέργεια, μετά το ατύχημα στη Φουκουσίμα, είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα και γι’ αυτό τον λόγο αυξήθηκαν, πέρυσι, οι εκπομπές κατά 2,4%. «Στη Ιαπωνία, η αύξηση οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη μεγαλύτερη χρήση ορυκτών καυσίμων. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική ένδειξη για το τι θα συμβεί αν απομακρυνθούν άλλες χώρες από την πυρηνική ενέργεια» προειδοποίησε ο Φατίχ Μπιρόλ.
Αντιθέτως, στον δεύτερο μεγαλύτερο ρυπαντή του πλανήτη, τις ΗΠΑ, η μετακίνηση στο φυσικό αέριο, από τους λιθάνθρακες, στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, σε συνδυασμό με βραδύτερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και έναν ήπιο χειμώνα, συνέτεινε σε μείωση των εκπομπών κατά 1,7%. «Η αντικατάσταση των λιθανθράκων με φυσικό αέριο από σχιστολιθικά πετρώματα είναι παράγοντας- κλειδί για το ότι, πολύ πιθανόν, αυτό που συνέβη στις ΗΠΑ να συμβεί στην Κίνα και σε άλλες χώρες και να συμβάλει αποφασιστικά στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα» τόνισε ο Φατίχ Μπιρόλ.
Στην Ευρώπη, ένας σχετικά ζεστός χειμώνας, συνδυαζόμενος με «βαλτωμένη» ανάπτυξη της οικονομίας οδήγησαν σε μείωση των εκπομπών κατά 1,9%.
Η δημοσιοποίηση των προκαταρκτικών στοιχείων από τον Οργανισμό, συμπίπτει με την ολοκλήρωση, σήμερα, στη Βόνη, στη Γερμανία, της συνάντησης των κλιματικών εκπροσώπων από 180 χώρες. Στόχος της συνάντησης ήταν να εξευρεθούν οδοί προς την υπογραφή, το 2015, μιας νέας παγκόσμιας κλιματικής συμφωνίας. «Νομίζω ότι δεν είναι ρεαλιστικό να πιστεύει κανείς ότι θα υπάρξουν σύντομα, σημαντικές υπερβάσεις εμποδίων. Οι αλλαγές του κλίματος οπισθοχωρούν στη λίστα προτεραιοτήτων, διεθνώς και αυτό είναι ανησυχητικό» λέει ο επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας.
Οι δημοσιογράφοι του Ρόιτερς τον ρώτησαν για τις προοπτικές των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, το 2012. «Θα είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη έκπληξη για μένα, να δούμε σημαντική μείωση των εκπομπών» απάντησε.