Με τον Γιάννη Καλαβριανό συναντηθήκαμε στον Εθνικό Κήπο. Για να είμαι ειλικρινής, πριν το ραντεβού είχα άγχος πώς θα πάει η συνέντευξη για το Newsbeast, αν είμαι καλά «διαβασμένη». Ο Γιάννης Καλαβριανός, ο οποίος αυτή την περίοδο ανεβάζει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, την παράσταση «Η Πύλη της Κόλασης», είναι ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης, ο «ποιητής» του ελληνικού θεάτρου, με μια μοναδική ματιά, αλλά και πένα, καθώς δημιουργεί έργα από το μηδέν.
Και είναι από τις περιπτώσεις καλλιτεχνών που επιβεβαιώνουν την καλή εικόνα που έχεις σχηματίσει για εκείνους μέσα από τη δουλειά τους. Με τον Γιάννη Καλαβριανό μιλήσαμε για πάρα πολλά: για τη ζωή του, την Ιατρική που εγκατέλειψε για να ασχοληθεί με την υποκριτική και τη στήριξη που είχε από τους γονείς του, τις δύσκολες στιγμές, τη νέα του παράσταση που είναι ένα ποίημα επί σκηνής, αλλά κυρίως μιλήσαμε για το θέατρο που δεν χρειάζεται να είναι για μυημένους και καλά «διαβασμένους» θεατές. Όπως, τελικά, και οι συνεντεύξεις μαζί του!
– Ξεκίνησες ως ηθοποιός. Γιατί δεν συνέχισες;
Ξεκίνησα με πολλή όρεξη και το χαιρόμουν. Κάποια στιγμή, όμως, συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό είναι να είσαι πάνω στη σκηνή και τότε άρχισα να μην αισθάνομαι καλά. Άρχισα να φοβάμαι ότι δεν τα καταφέρνω, ότι είμαι λίγος.
– Τι είναι αυτό που κάνει τόσο σημαντικό το να είσαι ηθοποιός, ώστε να σου δημιουργήσει αυτά τα συναισθήματα; Από τι στιγμή που εσύ είχες την εμπειρία ως γιατρός.
Δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Όταν είσαι ηθοποιός, κρίνεσαι συνεχώς από το κοινό. Είσαι μονίμως εκτεθειμένος, οπότε πρέπει κάπως να φτιαχτεί ένα πλαίσιο, ώστε να νιώθεις ασφαλής. Αν δεν υπάρχει αυτό το πλαίσιο, τότε είσαι πολύ ευάλωτος σε οτιδήποτε.
– Απέκτησες φοβία και πάνω στη σκηνή; Αγοραφοβία;
Εντελώς. Απέκτησα φοβία κι έξω στον δρόμο. Διασταυρωνόμουν με κόσμο κι έλεγα: να δεις που αυτοί έχουν δει την παράσταση και λένε πόσο κακός είμαι. Είχα αποκτήσει τέτοια παρανοϊκά.
– Και πώς το διαχειρίστηκες;
Πολύ δύσκολα. Είχα και μία ατυχή επαγγελματική συνεργασία που μου έκοψε τα πόδια και ζήτησα τη βοήθεια ειδικού. Συνέπεσε και με την περίοδο που έκανα το αγροτικό μου. Είχα πολύ κόσμο υπό την ευθύνη μου και ταυτόχρονα έπαιζα σε μια παράσταση και η συνθήκη στην οποία ήμουν, ήταν σαν να έξυνε όλες τις αγωνίες και φοβίες που είχε ένας νέος ηθοποιός. Οπότε όλα αυτά εκείνη την εποχή ήταν πολλά και δυσκολεύτηκα.
– Για ποια εποχή μιλάμε;
Πολλά χρόνια πριν
– Και κατέφυγες στη βοήθεια ενός ειδικού εκείνη την εποχή που αποτελούσε ακόμη ταμπού, δεν ήταν όπως σήμερα…
Ναι, δεν το σκέφτηκα καθόλου και λόγω ιατρικής ήταν εντελώς κανονικοποιημένο. Δεν πρέπει να αποτελεί ταμπού για οποιαδήποτε πάθηση, ορατή ή αόρατη. Θα πρέπει να ζητάς τη βοήθεια ειδικού. Δεν πρέπει να περιμένεις να πακτώσει μια κατάσταση και τότε να κινητοποιηθείς. Όταν πια σταματάς να χαίρεσαι, χάνεις και τον λόγο που είσαι πάνω στη σκηνή. Γιατί κακά τα ψέματα, το θέατρο δεν είναι μία τέχνη που θα πλουτίσεις από αυτήν ή τουλάχιστον το θέατρο, όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ. Οπότε αναγκαστικά πρέπει να προσαρμόσεις τη ζωή και τις ανάγκες σου στις αμοιβές που παίρνουν οι ηθοποιοί σε αυτή τη χώρα, οι οποίες είναι – να πω – άθλιες; Όταν, λοιπόν, δεν έχεις ούτε αυτό, το οικονομικό, το οποίο σου προσθέτει ούτως ή άλλως άγχος για την καθημερινότητά σου κι έρχεται μαζί με το άγχος που είχα ως γιατρός, τότε μαζεύτηκαν πολλά.
– Οπότε έκανες μια έκρηξη μέσα σου;
Ναι, έκανα μια έκρηξη μέσα μου, αλλά άρχισα να φοβάμαι όταν έκανα εκρήξεις κι έξω μου. Καταλάβαινα ότι δεν έχω πλέον υπομονή, οργίζομαι εύκολα και συνειδητοποίησα ότι πρέπει κάτι να γίνει. Εκεί, λοιπόν, βρέθηκε ο Βασίλης Παπαβασιλείου, τον οποίο γνώρισα σε μια παράσταση. Θα ανέβαζε τον «Αρχοντοχωριάτη» με τον Γιάνη Μπεζο στο Ηρώδειο και μου πρότεινε να αναλάβω βοηθός του και έτσι ήρθα. Ο Παπαβασιλείου ήταν για εμένα ο καταλύτης, ο οποίος μου άνοιξε την πόρτα να έρθω στην Αθήνα και είναι πάντα ο άνθρωπος στον οποίο ανατρέχω και τιμώ βαθιά. Είναι μία από τις πιο σοβαρές περιπτώσεις όχι μόνο στο θέατρο, αλλά στον Πολιτισμό γενικότερα.
– Και πώς είναι αυτά τα 20 χρόνια;
Αυτά τα 20 χρόνια δεν έχω χάσει την όρεξή μου για τη δουλειά. Κάνω κυρίως πράγματα που ξεκινάνε από ιδέες, δηλαδή αναπτύσσω μια ιδέα που δεν υπήρχε και φτιάχνω μια παράσταση. Γράφω το κείμενό της και το σκηνοθετώ. Αυτό για εμένα θέλει τρομακτικό χρόνο, να μαζέψω υλικό, να σκεφτώ. Δεν είναι το ίδιο με το να πάρεις ένα έτοιμο κείμενο. Ας πούμε στη φετινή παράσταση όλα ξεκίνησαν από έναν πίνακα. Ήμουν στο Παρίσι το ’22 το καλοκαίρι και είδα στο Μουσείο Ορσέ, έναν πίνακα που δεν τον είχα προσέξει ποτέ, ήταν «Ο θάνατος της Φραντσέσκα ντα Ρίμινι και του Πάολο Μαλτέστα» του Αλεξάντρ Καμπανέλ. Και μου έμεινε. Όταν επέστρεψα, άρχισα να ψάχνω ποιοι ήταν αυτοί οι δύο και ανακάλυψα πως ήταν το ζευγάρι που ενέπνευσε τον Ροντέν για να κάνει το γλυπτό «Το Φιλί» και πριν από αυτό ήταν η «Πύλη της Κόλασης»… Όλα είχαν ξεκινήσει και από το μουσείο Ορσέ και είπα ότι αυτά τα φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους πράγματα μπορούν να ενωθούν σε κάτι που να έχει ενδιαφέρον και όσο πιο πολύ το έψαχνα, τόσο πιο πολύ πορωνόμουν. Μετά μπήκε στην ιστορία και μια ελληνοαμερικανίδα ιστορικός, η οποία ειδικεύεται στον Μεσαίωνα και ζει στη Νέα Υόρκη και άρχισε να μαζεύει υλικό για τον Πάολο και τη Φραντσέσκα, εγώ από την Αθήνα μάζευα υλικό για τον 19ο αιώνα, μετά έκανα ακόμα δύο ταξίδια, πήγα στο Λονδίνο για να δω μια συλλογή του Ροντέν, μετά πήγα και στη Φλωρεντία όπου είχε βρεθεί ο Ροντέν για να δει τα γλυπτά. Εκεί μάλιστα, είδε το έργο «Η πύλη του Παραδείσου» που αποτέλεσε και την αρχική του έμπνευση.
– Στο μυαλό μου σε έχω ως έναν… ποιητή του θεάτρου. Έναν σκηνοθέτη που ανεβάζει παραστάσεις ποιητικές και φέτος με την Πύλη, ένιωσα αυτό ακριβώς. Η σκηνοθετική σου ματιά, ο φωτισμός, είναι σαν να παρακολουθούμε ένα ποιήμα επί σκηνής.
Κοίταξε, για εμένα αυτή η δουλειά μόνο έτσι μπορεί να γίνει. Η ποίηση μαζί με τη ζωγραφική και τη γλυπτική ήταν πάντα οι εμπνεύσεις μου. Πολύ συχνά, ξεκινάει κάτι από δύο στίχους που μετά γίνεται μία σκηνή. Αυτό το συμπυκνωμένο της ποίησης με κινητοποιεί. Όταν δεν είμαι καλά, θα διαβάσω ποίηση. Ας πούμε θυμάμαι τη στιγμή που είμαι στη Θεσσαλονίκη, οδηγώ και ακούω στο ραδιόφωνο την Πρωτοψάλτη που λέει το τραγούδι «Μα αυτή η αγάπη χάνει χρόνια, χάνει λέξεις. Χάνει όρκους και στιγμές». Και σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή γιατί το θεωρούμε ως δεδομένο και γιατί αφήνουμε την αγάπη να χάνει χρόνια; Και αυτή ακριβώς η φράση μπήκε στην παράσταση «Γιοι και κόρες». Οπότε, από έναν στίχο άσχετο φτιάχτηκε κάτι άλλο στο θέατρο. Δεν με ενδιαφέρει ο ρεαλισμός στη σκηνή -μέχρι τώρα- ως θέση, από τη στιγμή δηλαδή που υπάρχει τόσος ρεαλισμός γύρω μας, τόση βία, δεν θέλω να τη φέρω και στη σκηνή και να συμφωνήσουμε ότι έτσι είναι ο πλανήτης. Θέλω να δείξω στον κόσμο ότι υπάρχει και η ρομαντική πλευρά. Υπάρχει και κάτι άλλο στη ζωή. Και το αναζητούμε συνεχώς. Ψάχνουμε νησίδες ηρεμίας. Για εμένα μόνο έτσι μπορεί να λειτουργήσει το θέατρο. Γι’ αυτό και οι παραστάσεις μου δεν είναι ρεαλιστικές, έχουν μια αληθινή ιστορία αλλά έχουν και μια υπόσχεση ότι υπάρχει και κάτι άλλο.
– Και στην Πύλη της Κόλασης που δεν είναι μια καθαρά ρομαντική ιστορία, καθόλου, η προσέγγιση που έχεις κάνει, δεν δείχνει τη σκληρότητα του έρωτα, βλέπεις και την ωραία πλευρά του σε μια ιστορία που δεν είναι εύκολη.
Η αναζήτηση του ωραίου είναι το ζητούμενο, με όποια συνθήκη. Δεν μπορώ να δεχτώ όλη αυτή τη βία παντού. Ταυτόχρονα, όλοι έχουμε και μια ιδωτική ζωή που δεν συμβαδίζει με τη δημόσια. Όλοι ψάχνουμε ένα καταφύγιο, γυρίζουμε στο σπίτι μας, ψάχνουμε την οικογένειά μας, τους φίλους μας. Είμαστε προγραμματισμένοι στο να ψάχνουμε κάτι που να μας γαληνεύει. Κάτι αντίστοιχο θέλω να φτιάχνω και στη σκηνή, νησίδες γαλήνης για ανθρώπους που μπορεί να μην έχουν οικογένεια, φίλους, ή να μην έχουν κάτι που να τους γαληνεύει.
– Λειαίνεις τη σκληρότητα της καθημερινότητας.
Στην τέχνη βάζεις κι ένα φίλτρο, δίνεις και μία άλλη εκδοχή της καθημερινότητας, μια άλλη αλήθεια. Δεν είναι μία η αλήθεια και αυτό λέμε και στην παράσταση. Η τέχνη σού φανερώνει και άλλες αλήθειες. Λέει ότι είναι αυτό που βλέπεις, αλλα μπορεί να είναι και αλλιώς. Όλοι μας έχουμε πολλά κομμάτια: έχουμε και τρυφερά κομμάτια, έχουμε και ευαίσθητα κι αστεία, και σαχλά και αυστηρά. Κάνω ένα θέατρο ρεπερτορίου. -Και κακώς έχουμε στο μυαλό μας ότι αυτό το θέατρο είναι για ανθρώπους μορφωμένους, μυημένους. Δεν είναι έτσι. Δηλαδή χαίρομαι που στις παραστάσεις έρχονται ακόμη και άνθρωποι που δεν έχουν ξαναδεί θέατρο και μετά μιλάμε για το έργο, χωρίς να χρειάζεται κάποια προηγούμενη εκπαίδευση. Ο θεατής έρχεται και βλέπει μια ιστορία. Θέλω να κάνω δουλειές που να μην είναι για λίγους.
– Ελιτίστικες.
Να είναι ελιτίστικες με την καλή έννοια. Έλεγε ο Βασίλης Παπαβασιλείου ότι το θέατρο πρέπει να έχει νησίδες πολυτέλειας για τους πολλούς. Στην «Πύλη της Κόλασης» είναι δύο ερωτικές ιστορίες τον 13ο και 19ο αιώνα, δεν είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που χάνει το σπίτι του από την τράπεζα, οπότε λες «α τώρα ποιον αφορά». Είναι για έναν έρωτα που λες «άσε μας τώρα με τους έρωτες». Έχει μια ποιητικότητα που λες «εδώ ο κόσμος καιγεται… ». Με αυτή τη γλώσσα, είναι ελιτίστικο. Αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Είναι μια ιστορία για τους πολλούς.
– Πάντως, κάποιος που δεν έχει δει ξανά Καλαβριανό και βλέπει για πρώτη φορά μία παράστασή σου, θα την καταλάβει.
Μα αυτό είναι το ζητούμενο. Δεν θέλω να κάνω θέατρο μόνο για τους μυημένους.
– Υπάρχουν σκηνοθέτες που θα πρέπει να είσαι καλά «διαβασμένος» πριν πας να τους δεις για πρώτη φορά.
Δεν θεωρώ ότι το θέατρο θα πρέπει να είναι για τους «διαβασμένους». Όπως και η ζωγραφική δεν πρέπει να είναι για τους διαβασμένους. Ας πούμε εγώ δεν παίρνω ποτέ τους οδηγούς όταν επισκέπτομαι ένα μουσείο. Θέλω να φτιάξω μια πρωταρχική σχέση με αυτό που βλέπω. Αν θέλω να μάθω το γιατί, τα μηνύματα, θα ψάξω μετά να το βρω. Ο κόσμος έχει φοβηθεί με την Τέχνη. Νομίζει ότι είναι κάτι εγγράμματοι πλούσιοι όσοι κάνουν τέχνη. Δεν είναι αυτό. Όταν ήμασταν παιδιά ακούγαμε ιστορίες και ποτέ δεν περνούσε από το μυαλό μας ότι θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για να ακούσουμε την ιστορία. Πάντα, οι άνθρωποι θέλουμε να ακούμε και να λέμε ιστορίες. Και αυτό κάνει το θέατρο: ακούμε και λέμε ιστορίες σε ένα συμφωνημένο χρόνο και τόπο. Και αυτό είναι κι ένα άλλο ζητούμενο: πια η κοινωνική μας ζωή έχει συρρικνωθεί, όλο και λιγότερο βρισκόμαστε με άλλους ανθρώπους, δεν υπάρχουν πια γιορτές, δεν μαζεύεται η γειτονιά, δεν κρατάμε έθιμα και παραδόσεις, δεν κάνουμε συχνά κάτι όλοι μαζί. Το θέατρο είναι ένα από τα τελευταία απομεινάρια αυτής της κοινωνικοποίησης, ότι δηλαδή βρίσκεσαι δίπλα με έναν άνθρωπο που δεν τον γνωρίζεις, δεν θα μάθεις ποτέ ποιος είναι ή την πορεία της ζωής του, κι όμως θα γελάσετε ή θα συγκινηθείτε με το ίδιο πράγμα. Χαίρομαι, λοιπόν, που έρχονται άνθρωποι, οι οποίοι δεν έχουν ξαναδεί παραστάσεις μου.
– Όταν ανεβάζεις μία παράσταση, έχεις κατά νου αν αυτό το κομμάτι θα αρέσει, αν θα είναι κατανοητό ή πώς θα αντιδράσει το κοινό;
Κοίταξε, όταν κάνω μια παράσταση δεν σκέφτομαι «α, θα καταλάβει τι είναι το Ορσέ;». Δεν λειτουργείς έτσι. Δεν έχεις στο μυαλό σου κάποιον συγκεκριμένο θεατή. Κάνω παραστάσεις που θέλω να δω εγώ. Κάνω πράγματα που δεν θα ντρεπόμουνα να τα δω εγώ. Θέλω να αντιμετωπίζω τη δουλειά και τους ανθρώπους που έρχονται στο θέατρο με τον μεγαλύτερο σεβασμό. Να ξέρω ότι έκανα το καλύτερο δυνατό που μπορούσα, ότι δεν πήγα να κοροϊδέψω. Δεν σκεφτηκα ποτέ αν ένας συντελεστής είναι αναγνωρίσιμος και αν θα φέρει κόσμο στο ταμείο. Ποτέ δεν πέρασαν οχλήσεις που δέχτηκα τύπου «να πάρεις αυτόν ή αυτήν» και θα έκαναν τη ζωή μου ευκολότερη. Όταν πας να συστήσεις στο κοινό κάτι που ξεκινά από το μηδέν και πρέπει να σηκώσεις όλο αυτό το βάρος από την αρχή, δε λες «θα το κάνω με τους πιο δημοφιλείς που είναι στην τηλεόραση», αλλά με αυτούς που εγώ θεωρώ ότι είναι καλοί για τους συγκεκριμένους ρόλους.
– Αυτό έχει και κόστος, έτσι δεν είναι;
Εννοείται πως φέρνει επιπλέον δυσκολίες. Ειδικά, όταν αυτό το κάνεις με δικές σου παραγωγές, όπου βάζεις τα χρήματα σου. Δεν είχαμε τον θεατρικό παραγωγό που θα μας δώσει το μεγάλο μπάτζετ υπερδιαφήμισης, που θα μας πει: «πάρε και αυτούς τους ηθοποιούς» που με το «καλημέρα σας» θα γεμίσουν το θέατρο. Και είμαι πολύ περήφανος που δεν λειτουργώ έτσι. Βέβαια, από τη μία το πληρώνω στην καθημερινότητα μου, από την άλλη χαίρομαι γιατί αισθάνομαι ότι έχουμε κερδίσει την εκτίμηση των ανθρώπων που μας παρακολουθούν και δεν τους κοροϊδεύουμε. Κάνουμε σοβαρά τη δουλειά μας και χαίρομαι επίσης που δεν οφείλω σε κάποιον με την έννοια της εξυπηρέτησης ή της εκδούλευσης. Γιατί, ξέρεις, θέλουν όλοι να τους οφείλεις…
– Έχω, πάντως, την εντύπωση πως αυτό με τα «δημοφιλή» πρόσωπα, έχει λίγο παραγίνει.
Δεν επενδύεις έτσι στο θέατρο. Αν δεν επενδύσεις τώρα σε ηθοποιούς, σε 20 χρόνια ποιους ηθοποιούς θα έχεις; Αν δεν επενδύσεις σε γυναίκες 40 ετών αυτή τη στιγμή, σε 20 χρόνια ποια θα παίζει τους ρόλους της μαμάς; Πρέπει να υπάρχει μια υγιής συνέχεια σε αυτή τη δουλειά. Αν εσύ παίρνεις τώρα πρόσωπα που είναι δημοφιλή και τα βάζεις παντού, κάποια στιγμή αυτό το πράγμα θα στομώσει.
Λίγα λόγια για το έργο
Στην παράσταση «Η πύλη της Κόλασης», το νέο έργο του Γιάννη Καλαβριανού που ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου παρακολουθούμε δύο θυελλώδεις ερωτικές ιστορίες. Η πρώτη συνέβη τον 19ο αιώνα και συντάραξε το Παρίσι. Δύο από τους σημαντικότερους γλύπτες του κόσμου, ο Αύγουστος Ροντέν και η Καμίγ Κλωντέλ ερωτεύονται.
Ο Ροντέν, που διατηρούσε παράλληλα άλλη μόνιμη σύντροφο, ανακαλύπτει και εμπνέεται από την ιστορία ενός άλλου παράνομου ζευγαριού του 13ου αιώνα. Ήταν ο Πάολο και η Φραντσέσκα, που έζησαν με τη σειρά τους έναν κρυφό έρωτα για 9 χρόνια, γιατί η Φραντσέσκα ήταν παντρεμένη με τον αδερφό του, που τελικά θα τους δολοφονήσει. Ο Ροντέν θα δημιουργήσει μερικά από τα πιο εμβληματικά γλυπτά όλων των εποχών, τον «Σκεπτόμενο», την «Πύλη της Κόλασης» και το «Φιλί», που απεικονίζει τους αγκαλιασμένους Πάολο και Φραντσέσκα, λίγο πριν δολοφονηθούν. Και θα γίνει διάσημος. Αντίθετα, η πατριαρχική εποχή θα διαλύσει το ταλέντο και τον ψυχισμό της Κλωντέλ και θα την κλείσει σε ψυχιατρείο για 30 χρόνια.
Ταυτότητα παράστασης
Κείμενο−Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Ιστορικός σύμβουλος: Ελένη Δρίβα
Παίζουν: Γιώργος Γλάστρας, Κωνσταντίνος Ζωγράφος Χριστίνα Μαξούρη, Λυγερή Μητροπούλου
Σε βίντεο Λυδία Φωτοπούλου
Θέατρο του Νέου Κόσμου – Κεντρική Σκηνή: Αντισθένους 7 & Θαρύπου
Παραστάσεις: κάθε Τετάρτη 18.30, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 21.15 και Κυριακή 18.30
Εισιτήρια: nkt.gr & more.com