Μέλος της θρυλικής πλέον τριανδρίας του μεξικανικού σινεμά, πλάι στους αμίγκος Αλφόνσο Κουαρόν και Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου είναι παλιός και καλός γνώριμος των διεθνών φεστιβάλ.
Ως ο πρώτος ποτέ μεξικανός σκηνοθέτης που τιμήθηκε τόσο με υποψηφιότητα για Όσκαρ όσο και με το ίδιο το αγαλματίδιο αργότερα, ήταν επίσης και ο πρώτος κινηματογραφιστής από τη χώρα που πήρε βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες, μαγεύοντας κοινό και κριτικούς με τις σκοτεινές, τολμηρές και άψογα σκηνοθετημένες δουλειές του.
Εδραιωμένος πια στο σύγχρονο πάνθεο των μεγάλων της έβδομης τέχνης, ο Ινιαρίτου φέρνει κοντά κουλτούρα και ψυχαγωγία, με τις ταινίες του να αποσπούν διθυραμβικές κριτικές και να αγγίζουν ταυτοχρόνως τις καρδιές του κοινού.
Μουσικός παραγωγός στα νιάτα του, μεταπήδησε στο σινεμά στη δεκαετία του 1990 και μια δεκαετία αργότερα ήταν έτοιμος να παραδώσει το πρώτο του ποίημα…
Οι «Χαμένες αγάπες» ήταν η ταινία που έβαλε τον Ινιαρίτου στα μεγάλα σαλόνια του παγκόσμιου σινεμά. Σε σενάριο του μόνιμου άλλοτε συνεργάτη του, Γκιγιέρμο Αριάγα, το σπονδυλωτό φιλμ φέρνει κοντά τρεις ιστορίες με φόντο ένα μοιραίο τροχαίο.
Τρεις ιστορίες για τρεις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, που όλες τους βιώνουν την απώλεια, τη θλίψη και την αμείλικτη πραγματικότητα της ζωής και προσπαθούν να διαχειριστούν όλα αυτά τα τραυματικά με τον τρόπο του μεγάλου σινεμά. Εμβαθύνοντας δηλαδή χωρίς να είναι διδακτικός. Σκοτεινός και μελαγχολικός, αλλά βαθύτατα ανθρώπινος.
Με ελάχιστο budget και άγνωστους (τότε) ηθοποιούς, ο Ινιάριτου παρέδωσε μια ταινία που ζήλεψε το Χόλιγουντ. Και τη ζήλεψε γιατί είχε ένα εκπληκτικό σενάριο και μια απαστράπτουσα σκηνοθεσία, μείγμα ντοκιμαντέρ και βιντεοκλιπίστικης αισθητικής, που είπαν την ιστορία με πρωτότυπο και αξιοπρόσεκτο τρόπο.
Η υποψηφιότητα για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας ήταν τίποτα σε σχέση με την αποθέωση που γνώρισε στα πέρατα του κόσμου και τις διακρίσεις σε Κάννες και αλλού.
Το μεγάλο αριστούργημα κάποτε του μεξικανού auteur ήταν μια ταινία που βασιζόταν στο πυκνό και ιδιαιτέρως καλογραμμένο σενάριο του Αριάγα, που μεταμόρφωσε σε άλλο ένα επώδυνα ανθρώπινο φιλμ ο Ινιαρίτου. Κάνοντάς σε να νοιάζεσαι δηλαδή για ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες θα περνούσαν μάλλον αδιάφοροι.
Ρεαλισμός, καταιγιστικό ξανά μοντάζ και μια κάμερα σε νευρικό παροξυσμό, ο Ινιαρίτου δεν χάνει στιγμή τον στόχο του στις διασταυρούμενες και πάλι ιστορίες, αποδεικνύοντας το εξαιρετικό του ταλέντο στην αφήγηση. Όπως το είπε και ένας κριτικός, εδώ έχουμε ένα σεξπιρικό δράμα, ένα έπος αυτοκαταστροφής, μια εναλλακτική διήγηση περί απώλειας και οδύνης που σε αρπάζει από τα μούτρα μονοπωλώντας το βλέμμα και το μυαλό σου.
Η καταστροφή αποκτά ξανά νομοτελειακή χροιά στο αδυσώπητο αυτό οδοιπορικό στα ανθρώπινα σκοτάδια που διαστέλλει τον φιλμικό χρόνο για να μας μιλήσει για σωματικά τραύματα που γίνονται ψυχικά. Αμερικανική εδώ η παραγωγή και με τρεις πρωταγωνιστές σε μεγάλες ερμηνείες (Σον Πεν, Ναόμι Γουότς και Μπενίσιο Ντελ Τόρο), ήταν αναμφίβολα μια από τις καλύτερες στιγμές της κινηματογραφικής δεκαετίας…
Μπραντ Πιτ και Κέιτ Μπλάνσετ επιστρατεύονται για το κλείσιμο της άτυπης τριλογίας των Ινιαρίτου-Αριάγα, που απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών, αλλά και ένα Όσκαρ Μουσικής. Ξανά τρεις ιστορίες περί θανάτου και κατακερματισμένου χρόνου, με μοντάζ-κέντημα και σενάριο πραγματικό εργόχειρο.
Ξανά ένα μοιραίο ατύχημα, στο Μαρόκο αυτή τη φορά, καπρίτσιο της μοίρας λες για να φέρει κοντά ανθρώπους από το Μεξικό μέχρι και την Ιαπωνία, θυμίζοντας τον βιβλικό Πύργο της Βαβέλ. Εδώ έχουμε και πολιτικό όμως σχόλιο, για την πολυπολιτισμικότητα και την εθνική ταυτότητα, σε μια «παγκοσμιοποιημένη» λες δραματουργία με κοινό παρονομαστή τη μοναξιά και την αποξένωση.
Ο Ινιαρίτου αγαπά πολύ τις προσωπικές οδύσσειες και εδώ τις παρουσιάζει ως ένα κοινωνικό παζλ γεμάτο αινίγματα και τρικλοποδιές. Αποδομώντας ό,τι καλό υπάρχει γύρω μας. Και, όπως και στα άλλα δύο φιλμ, όλα θα μπουν στη θέση τους μόλις στην τελευταία σκηνή. Εικόνες που θα σε συντροφεύουν για μια ζωή προσφέρει εδώ ο μεγάλος Μεξικανός…
Αν έπρεπε να πάρει ένα βραβείο το εσκεμμένα ανορθόγραφο «Biutiful», αυτό θα ήταν της πιο στενάχωρης ταινίας της χρονιάς! Άλλος ένας θρίαμβος στις Κάννες, εδώ έχουμε τον πάντα εξαιρετικό Χαβιέ Μπαρδέμ να μας καταμαρτυρά τα περί κοινωνικής εξαθλίωσης, εργασιακής εκμετάλλευσης, μοναξιάς και φόβου.
Τα γνωστά υλικά των φιλμ του Ινιαρίτου δηλαδή, πάντα άσχημα και κακομούτσουνα, που μετατρέπονται ωστόσο σε μεγάλες φιλμικές στιγμές. Ακόμα και την πανέμορφη Βαρκελώνη καταφέρνει να δείξει πανάσχημη!
Γιατί άσχημη είναι η ζωή των εξαθλιωμένων μεταναστών που κυνηγιούνται ανελέητα από την αστυνομία, άθλιοι οι δουλέμποροι που πλουτίζουν πάνω στην μιζέρια τους, περιθωριακοί όλοι αυτοί οι ντίλερ, οι διεφθαρμένοι και οι παράνομοι που καραδοκούν στα σκοτάδια της πόλης, πολύ μακριά από την αστική ευρωπαϊκή ευημερία.
Ο πρωταγωνιστής περιμένει να πεθάνει και περιδιαβαίνει την πόλη θέλοντας να τακτοποιήσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς μιας μάλλον σπαταλημένης ζωής. Δες τη και δες τα δάκρυα να τρέχουν αβίαστα από τα μάτια, χωρίς τίποτα το μελό ή το μίζερο εδώ. Η δυστυχία είναι άφθονη στον κόσμο, μας λέει ο Ινιαρίτου, και αποφασίζει να την κινηματογραφήσει με τη γνώριμη εικονογραφία της εξαθλίωσης…
Εδώ ο Ινιαρίτου γίνεται πληθωρικός, σχεδόν φαντασμαγορικός, για να μας πει μια ιστορία με ηχηρό και φιλόδοξο περιτύλιγμα. Μια από αυτές τις συναρπαστικές κινηματογραφικά ταινίες που καπηλεύονται με την οπτική τους μαγεία ακόμα και το ίδιο το περιεχόμενο.
Για την αποδοχή και την αγάπη ο λόγος, για τις μικρές και μεγάλες ανασφάλειές μας, τις οποίες αφηγείται ο Μεξικανός με ένα τόσο σύνθετο κινηματογραφικό αρχιτεκτόνημα που μοιάζει μάθημα περίτεχνης σκηνοθεσίας. Μια κατάμαυρη, πικρή κωμωδία, μια σωστή ιλαροτραγωδία αν θέλετε, που πραγματεύεται τελικά ό,τι βάλει ο καθένας μέσα της.
Το φιλμ αποτελείται από μια σειρά εκπληκτικών μονοπλάνων, απόλυτα ταιριαστών με το δαιδαλώδες τόσο της δράσης όσο και της σκέψης των ηρώων. Χωρίς σταματημό, χωρίς ανάσα. Ένα σύμπαν σε διαρκή κίνηση και ένας Μάικλ Κίτον που αποδεικνύει περίτρανα πως είναι τεράστιος ηθοποιός.
Η ταινία με σουπερήρωα χωρίς σουπερήρωα απέσπασε 9 υποψηφιότητες και σάρωσε τελικά στην τελετή με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερου Σεναρίου…