Ένα μόνο κακό είχε ο Θανάσης Βέγγος: μιλούσε ελληνικά.
Γιατί αν το είχαν φέρει οι περιστάσεις και μιλούσε γαλλικά ή ιταλικά, ούτε καν αγγλικά, θα ήταν σήμερα παγκοσμίως γνωστός ως ένας από τους καλύτερους κωμικούς που πέρασαν ποτέ από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Παρά τον περιορισμό της γλώσσας, ο Βέγγος μετατράπηκε στην απόλυτη ενσάρκωση του λαϊκού κινηματογραφικού ήρωα, κουβαλώντας στις ερμηνείες του όλα όσα απαρτίζουν τη σύγχρονη νεοελληνική ψυχή.
Αυθεντικός και εξόχως ντόπιος, ο Βέγγος έβαλε σκοπό ζωής να προσφέρει τη χαρά και την ανεμελιά στο κοινό και με τι τρόπο το έκανε! Αν και στην πορεία θα μιλούσε τελικά για όλους και για όλα, κουβαλώντας πάντα τη σεμνότητα και τη μελαγχολία του ευαίσθητου κλόουν.
Ο Βέγγος διέσχισε τη νεοελληνική πραγματικότητα με τη χαρακτηριστική του σφραγίδα, φιλοτεχνώντας μια μοναδική σχέση οικειότητας ανάμεσα στον ίδιο και τον θεατή: ήταν ο δικός μας άνθρωπος, ο καλός μας άνθρωπος, το σπαρταριστό alter ego μας, που μέσα από το πηγαίο του ταλέντο δημιούργησε ένα συνονθύλευμα ανεπανάληπτων στιγμών και αξέχαστων αναμνήσεων, εκφράζοντας συλλογικούς πόνους, φόβους αλλά και καταστάσεις αμιγώς ελληνικές.
Δεν ήταν όμως άλλος ένας κωμικός που εξαντλήθηκε στη φάρσα και το εύκολο γέλιο, ένα εύκολο γέλιο που όταν το έκανε, το έκανε υπέροχα. Ήταν ένας πολύπλευρος καλλιτέχνης με ευαισθησίες που έστελνε μέσα από τις ταινίες του πολλαπλά μηνύματα σε πολλαπλούς παραλήπτες. Όποιος έχει αυτιά, ας ακούσει.
Σατίρισε τα ελαττώματα του Νεοέλληνα, δεν φοβήθηκε τα πολιτικά υπονοούμενα, ακόμα και σε εποχές δύσκολες για τον τόπο, γελούσε με την ψυχή του για τη διάχυτη σοβαροφάνεια και όταν αστειευόταν, αστειευόταν πάντα σοβαρά. Διαχρονικός και αυθεντικός σαν το παλιό καλό ελληνικό σινεμά, ο Βέγγος ήταν ο ελληνικός κινηματογράφος αυτοπροσώπως!
Σεμνότατος και πάντα μακριά από όλα, πορεύτηκε μια ζωή δύσκολη και κακοτράχαλη, δουλεύοντας σκληρά για να επιβιώσει, περνώντας από εξορίες και βιώνοντας απώλειες. Γι’ αυτό και γνώριζε τόσο καλά τους ήρωες που υποδυόταν, τις εκφάνσεις του λαϊκού αυτού τύπου που τόσο αγαπούσε. Και τον αγαπούσε πράγματι τόσο ώστε να τον σατιρίζει. «Μακελεμένος λειτουργούσα, βολεμένος ποτέ», συνήθιζε να λέει.
Ο Βέγγος πέρασε στις συνειδήσεις μας ως ένα ντελιριακό μείγμα σουρεαλιστικού λόγου και αθεράπευτης υπερκινητικότητας. Μόνο που δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν ο ηθοποιός που μπόλιαζε τη φαρσοκωμωδία με το μελόδραμα, το γλυκό και το πικρό με το αστείο και το ξεκαρδιστικό, σκαρώνοντας μια ιδιοσυγκρασιακή συνταγή που θα τον θρόνιαζε για πάντα στις καρδιές μας.
Ένας καθημερινός ήρωας ήταν, τόσο στο πανί όσο και την πραγματικότητα, που ανήκει ήδη στο σύγχρονο πάνθεο της νεοελληνικής μυθολογίας. Διέτρεξε εξάλλου πάνω από πέντε δεκαετίες ελληνικού σινεμά, πάντα με το γνώριμο ήθος και τη σεμνότητά του, αλλά και με εκείνον τον ενθουσιώδη παροξυσμό, τα σουρεαλιστικά γκαγκ, τις σπαρταριστές ατάκες αλλά και ένα κορμί που δεν ηρεμούσε ποτέ.
Με 120 ταινίες στο ενεργητικό του, στις 50 εκ των οποίων και ως σκηνοθέτης, ο Βέγγος ανέκοψε κινηματογραφικούς ρυθμούς από το 1983, επιλέγοντας πια πολύ πού θα παίξει. Ήταν ένας νέος, άλλος Βέγγος, απότοκο κι αυτό της σπουδαίας υποκριτικής του δεινότητας.
Πώς να διαλέξεις τα διαμάντια σε έναν άνθρωπο χρυσωρυχείο; «Καλοί μου άνθρωποι», χαιρέτισε ο Βέγγος το 2002 την τιμητική εκδήλωση που του έκανε ο Δήμος Κορυδαλλού, «πρέπει να κουραστήκατε απ’ αυτήν την ακατάσχετη βεγγολογία». Κανείς όμως δεν είχε κουραστεί, εκτός από τον ίδιο.
«Εγώ πάντως κουράστηκα. Το χάρηκα, αλλά κουράστηκα. Ειλικρινά δεν πιστεύω ότι έκανα πάρα πολύ σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου. Για ένα πράγμα όμως σας διαβεβαιώ: ότι στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί», είπε και ξέσπασε σε κλάματα. Αυτός ο μεγάλος κλόουν έκλαιγε…
Μια δεκαετία μετά το ντεμπούτο του στο ελληνικό σινεμά, τη «Μαγική Πόλη» (1954) του Κούνδουρου, έρχεται το πρώτο του ουσιαστικά αριστούργημα. Ο Αλέκος Σακελλάριος γυρίζει στο σινεμά το ομώνυμο θεατρικό που έχει γράψει με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο και γεννά έναν μύθο του ασπρόμαυρου σινεμά.
Αυτός ο αγράμματος, αυθόρμητος και εξόχως γκαφατζής επαρχιώτης Θανάσης Μπιρμπίλης (Θανάσης Βέγγος) που προσπαθεί να στεριώσει σε διάφορες δουλειές στην Αθήνα δεν ήταν καθόλου άγνωστος στην ελληνική κοινωνία. Αποτυγχάνει παντού, το κάνει όμως με κωμικοτραγικό τρόπο, χαρίζοντάς μας στην πορεία και μια σειρά από τις κλασικότερες ατάκες του ελληνικού κινηματογράφου.
Μπουρλέσκ κωμωδία καταστάσεων, ο Βέγγος μετατρέπεται από γκαρσόνι και διαιτητής μποξ μέχρι βοηθός φαρμακοποιού, φωτογράφος και αστυνομικός τελικά, σημειώνοντας την ίδια παταγώδη αποτυχία. Στο πανί, γιατί έξω από αυτό κόβει 185.000 εισιτήρια και καθιερώνεται με τα τσαρούχια. Δεν είναι μόνο η καλύτερη ταινία του Βέγγου της πρώτης αυτής περιόδου, αλλά και η καλύτερη ίσως κωμωδία του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου. Η ίδια η αποθέωση της ατάκας!
«Φανερός Πράκτωρ 000», «Φαλακρός Πράκτωρ 000», «Βοήθεια! Ο Βέγγος Φανερός Πράκτωρ 000», όπως κι αν την πεις, το γεγονός του ξεκαρδιστικού γέλιου παραμένει το ίδιο. Με ένα σενάριο-διαμάντι από τους Νίκο Τσιφόρο και Ναπολέοντα Ελευθερίου, ο Βέγγος μεταμορφώνεται σε μαθητευόμενο καρατέκα για να γίνει πράκτορας σαν τον Τζέιμς Μποντ. Εννοείται πως θα μηδενιστεί σε όλα.
Ο γκαφατζής Βέγγος σε τρελά κέφια εδώ παραδίδει μια ντελιριακή και άκρως σουρεαλιστική φαρσοκωμωδία, από τις καλύτερες του είδους, παρωδώντας τον Πράκτορα 007. Ποιος να ξεχάσει τον Αθανάσιο Μπόμπα του, αυτόν τον ανεκδιήγητο Θου Βου που θέλει να μάθει την πρακτόρικη τέχνη, μόνο που δεν είναι παρά Νο 1 δημόσιος κίνδυνος;
Εξωφρενικός στη σύλληψη και καταιγιστικός σε ρυθμό, ο «Φαλακρός Πράκτωρ» ήταν ένα one-man show του Βέγγου, καθώς πρωταγωνιστούσε, σκηνοθετούσε και έβαζε και τα λεφτά, με τη νεόκοπη εταιρία παραγωγής του Θου Βου Ταινίες Γέλιου. Ο Ψυχρός Πόλεμος και η διεθνής κατασκοπεία μόλις έγιναν κουλουβάχατα!
Τρομερή επιτυχία, έκοψε 475.000 εισιτήρια και σε μια πλούσια χρονιά με 117 ελληνικές ταινίες σκαρφάλωσε στην 5η θέση του box office. Μέχρι και sequel πυροδότησε, εξίσου παρανοϊκό, το «Θου Βου Φαλακρός Πράκτωρ: Επιχείρησις Γης Μαδιάμ» (1969)…
Παρά τον οικονομικό όλεθρο που γνώρισε με τον φούντο της Θου Βου Ταινίες Γέλιου, η καριέρα του Βέγγου εκτοξεύεται ξανά όταν θα αρχίσει τη συνεργασία του με τον Ντίνο Κατσουρίδη. Πέρα από εμπορική επιτυχία, πλέον δρέπει και καλλιτεχνικούς καρπούς. Ο αγαπημένος ηθοποιός αποθεώνεται στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1971, καταμεσής της Χούντας, για το σατιρικό αριστούργημα με τρία σπουδαία βραβεία (Καλύτερης καλλιτεχνικής ταινίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου και Σεναρίου).
Ο Θανάσης (Θανάσης Βέγγος) καλείται, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, να καταθέσει στη δίκη ενός ταβερνιάρη που κατηγορείται ότι αντί για λαγό, σέρβιρε γάτο στους πελάτες του. Κατηγορείται κι εκείνος για ψευδορκία και φυλακίζεται παρέα με κάποιους αντιστασιακούς. Οι αντιστασιακοί δραπετεύουν αλλά ο Θανάσης μένει στο κελί. Τον κατηγορούν ότι είναι ο Ιβάν, ο διαβόητος αρχηγός των αντιστασιακών, και οι Γερμανοί τον καταδικάζουν σε θάνατο.
Το συμβολικό έπος του Κατσουρίδη, σε σενάριο δικό του και του Ασημάκη Γιαλαμά και ντυμένο με την υπέροχη μουσική του Μίμη Πλέσσα, εγκαινίασε μια νέα υποκριτική εποχή για τον κωμικό σίφουνα Βέγγο. Ο εργατάκος του που μπλέκεται άθελά του σε αντιστασιακές δραστηριότητες έδειξε σε όλους την άλλη πλευρά του Βέγγου, βγάζοντάς τον από τη μονοδιάστατη εικόνα του ανθρώπου που έτρεχε πολύ.
Καλλιτεχνικός και εμπορικός θρίαμβος, η ταινία ακολουθήθηκε από ένα άτυπο sequel («Θανάση πάρε τ’ όπλο σου» του 1972) και σάρωσε ξανά στα ταμεία. Κυρίως όμως σάρωσε στις συνειδήσεις του ελληνικού κοινού. Ο Βέγγος θα μετατρεπόταν στον κινηματογραφικό ήρωα της ταραγμένης Επταετίας.
Ο ώριμος υποκριτικά και κινηματογραφικά Βέγγος αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερο την ανήσυχη κοινωνικά και πολιτικά φύση του. Τώρα δεν θέλει να κάνει τον κόσμο μόνο να γελά, αλλά και να σκέφτεται, να προβληματίζεται. «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» είναι το απόγειο αυτής της μετατόπισης του καλλιτεχνικού του ενδιαφέροντος, μια ταινία που θέτει σε πρωταγωνιστικό ρόλο την οξεία κοινωνική κριτική.
Πολυεπίπεδη θεματικά και εννοιολογικά, είναι ουσιαστικά μια δίπτυχη σπουδή πάνω στη δικτατορία, τη δικτατορία Μεταξά στο πρώτο μέρος και τη Χούντα των Συνταγματαρχών στο δεύτερο. Πάντα ως αλληγορίες και με τους συμβολισμούς να τσακίζουν κόκαλα. Ένας κλόουν στο τσίρκο είναι που προσπαθεί να χωνέψει όλον αυτόν τον παραλογισμό των σφετεριστών της εξουσίας.
Σε παραγωγή δική του και της Φίνος Φιλμ, η πολιτική σάτιρα των Ντίνου Κατσουρίδη και Πάνου Γλυκοφρύδη που έκοψε 248.000 εισιτήρια κάνει τον Βέγγο να σου παγώνει το γέλιο στα χείλη. Θυμηθείτε τη σκηνή με τα απαγορευμένα τραγούδια του Θεοδωράκη που ακούει ο Βέγγος στη διαπασών…
Από την τελευταία περίοδο της δουλειάς του, όταν συνεργάζεται πια με τον Βούλγαρη και τον Αγγελόπουλο και δείχνει σε όλο τον πλανήτη πλέον την απαράμιλλη εκφραστικότητά του, ξεχωρίζει ο ρόλος του στο σπονδυλωτό «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη. Ένας τελείως διαφορετικός υποκριτικά Βέγγος, πρωταγωνιστεί στο δεύτερο από τα τρία επεισόδια του φιλμ («Η τελευταία νανόχηνα»), σε έναν ρόλο που ξεχειλίζει συναίσθημα και δραματικότητα.
Ο γερο-θηροφύλακας Αντώνης (Θανάσης Βέγγος) του βιότοπου στο Δέλτα του Έβρου ξεναγεί μερικούς ορνιθολόγους στο ποτάμι, μόνο που έχει αναλάβει χρέος ιερό. Ένα χρέος που θα τον φτάσει ακόμα και στο έγκλημα όταν ένας λαθροκυνηγός σκοτώσει την τελευταία νανόχηνα.
Ο Βέγγος μιλά εδώ τη γλώσσα των πουλιών και γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι τόσο της φύσης όσο και της ίδιας της ανθρώπινης κατάστασης. Σε μια σωματική ερμηνεία, ο μεγάλος μας κωμικός μετατρέπεται σε ακόμα μεγαλύτερο δραματικό ηθοποιό, με το τεράστιο εκτόπισμά του να γεμίζει τα αριστοτεχνικά πλάνα και να ξαφνιάζει ευχάριστα με την ηρεμία και την πραότητά του. Ο Βέγγος αλλιώς…