Πρεμιέρα κάνει στις 23 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους, μία από τις πολυαναμενόμενες ταινίες της χρονιάς, το «A Complete Unknown» του Τζέιμς Μάνγκολντ με τον Τίμοθι Σαλαμέ να καθηλώνει ως Μπομπ Ντίλαν (Bob Dylan). Πρόκειται για την αληθινή ιστορία πίσω από την άνοδο ενός από τους πιο εμβληματικούς τραγουδιστές και τραγουδοποιούς στην Ιστορία της μουσικής.

Η υπόθεση

Νέα Υόρκη, 1961
Με φόντο μια σφύζουσα μουσική σκηνή και έντονες πολιτισμικές αναταραχές, ένας μυστηριώδης 19χρονος από τη Μινεσότα καταφτάνει στη Νέα Υόρκη με την κιθάρα και το επαναστατικό του ταλέντο, προορισμένος να αλλάξει την πορεία της αμερικανικής μουσικής. Καλλιεργεί στενές σχέσεις με εμβληματικούς μουσικούς του Γκρίνουιτς Βίλατζ και εκτοξεύει την καριέρα του, που κορυφώνεται με μια πρωτοποριακή και αμφιλεγόμενη εμφάνιση.

Η ιστορία του Μπομπ Ντίλαν

Συζητώντας για την ταινία «A Complete Unknown», ο υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθέτης Τζέιμς Μάνγκολντ αναφέρει: «Αυτή είναι μια ιστορία για μια συγκεκριμένη στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου, όχι για ολόκληρη τη ζωή του. Και αφορά έναν κόσμο όπου πολλά εκφράζονταν μέσω της μουσικής».

Αυτό που τον ενδιέφερε ακόμη περισσότερο σε αυτή την περίοδο της ζωής του Μπομπ Ντίλαν ήταν τα προσωπικά ερωτήματα που έθετε το υλικό, η ιδέα του έμφυτου ταλέντου και της ιδιοφυΐας με τα οποία γεννιούνται ορισμένοι καλλιτέχνες, καθώς και η ευλογία αλλά και το βάρος που συνοδεύουν αυτό το ταλέντο, που μπορεί να σε κάνει εξαιρετικά δημοφιλή αλλά και απόλυτα μοναχικό.

Η ταινία τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1960, μια περίοδο έντονων κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών αναταραχών στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τον ακτιβισμό κατά του πολέμου και υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων να βρίσκεται στο προσκήνιο. Ήταν μια εποχή ανοιχτή στις τέχνες, με τον καλλιτεχνικό παλμό να χτυπά στο κάτω Μανχάταν. Η εποχή της μοντέρνας τζαζ με τον Miles Davis, η επανάσταση της κωμωδίας με τον Lenny Bruce, η έκρηξη της ποπ αρτ με το περίφημο Factory Studio του Andy Warhol και το κίνημα της folk μουσικής που πυροδοτήθηκε από τους Woody Guthrie και Pete Seeger.

Ο νεαρός Μπομπ Ντίλαν φτάνει τον Ιανουάριο του 1961, κουβαλώντας την κιθάρα του, και ενσωματώνεται σε ένα κίνημα που, χωρίς να το γνωρίζει, αναζητούσε έναν αρχηγό. Αυτή είναι η ατμόσφαιρα στην οποία ξεδιπλώνεται η ταινία, καταγράφοντας τα τέσσερα χρόνια που σηματοδότησαν την άνοδό του από περιπλανώμενο σε είδωλο της ροκ. «Σε μία από τις πρώτες σκηνές, ο Dylan βρίσκει τον Woody Guthrie σε ένα νοσοκομείο βετεράνων στο New Jersey και του τραγουδά ένα κομμάτι που έγραψε για εκείνον», εξηγεί ο Τζέιμς Μάνγκολντ.

«Βλέπουμε αυτή την κοινότητα να τον αγκαλιάζει και η τότε κουλτούρα τελικά να τον εξυψώνει για να γίνει μεγαλύτερος από το κίνημα στο οποίο είχε ενταχθεί», προσθέτει. Ο Μάνγκολντ εντυπωσιάστηκε αμέσως από τις πτυχές αυτής της ιστορίας – την επαναστατική φύση του Ντίλαν, τις σχέσεις του και την ιδιαίτερη πορεία προς τη φήμη σε ένα διάστημα τεσσάρων χρόνων. Ωστόσο, ήξερε ότι μια κλασική βιογραφική ταινία δεν ήταν η κατάλληλη προσέγγιση, ειδικά για τον Μπομπ Ντίλαν.

Η άνοδος του Ντίλαν συνέπεσε με μια κρίσιμη στιγμή, με τον Ψυχρό Πόλεμο να ρίχνει τη βαριά σκιά του σε κάθε πτυχή της ζωής. Η Κρίση των Πυραύλων της Κούβας έφερε τον κόσμο στο χείλος της καταστροφής, ενώ η δολοφονία του JFK το 1963 διέλυσε την αθωότητα ενός ολόκληρου έθνους. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το Κίνημα για την Υπεράσπιση των Ανθρωπίνων και Πολιτικών Δικαιωμάτων αναδείχθηκε δυναμικά, με αποκορύφωμα την Πορεία της Ουάσιγκτον το 1963, όπου ο Dylan τραγούδησε λίγο πριν την περίφημη ομιλία του Martin Luther King.

Ο Τίμοθι Σαλαμέ για τον ρόλο της καριέρας του ως Μπομπ Ντίλαν

Ο Τίμοθι Σαλαμέ παραδέχεται ότι ήξερε ελάχιστα πράγματα για τον Ντίλαν πέρα από τη φήμη του ως μουσικού ειδώλου της Αμερικής, αλλά ήταν πρόθυμος να αναλάβει τον ρόλο, επειδή αναγνώρισε έναν συναρπαστικό και πολύπλοκο άνθρωπο στο κέντρο αυτής της καλλιτεχνικής έκρηξης.

«Υπάρχουν δύο εκδοχές μιας ταινίας για τον Μπομπ Ντίλαν που θα μπορούσες να κάνεις», λέει ο Σαλαμέ. «Η μία είναι για έναν τύπο που απέφευγε την οπτική επαφή και γύρω από τον οποίο υπήρχε ένα μυστήριο. Η άλλη είναι μια εκδοχή που θα ήταν ανειλικρινής προς τη ζωή και το έργο του, μια συλλογή από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του που αγνοεί το γεγονός ότι η καριέρα του δεν ήταν γραμμική».

Η πανδημία COVID-19 το 2020 και μια σειρά από απεργίες στην κινηματογραφική βιομηχανία καθυστέρησαν πολύ την παραγωγή της ταινίας. Η καθυστέρηση αυτή έδωσε στον Τίμοθι Σαλαμέ μια παρατεταμένη περίοδο προετοιμασίας, που ενίσχυσε την άνεσή του με τον ρόλο και την κατανόησή του για τον άνθρωπο που θα υποδυόταν, ενώ εξοικειώθηκε με την ιδιότητα του μουσικού και τραγουδιστή.

«Μόλις μπήκα σε αυτό, δεν υπήρχε επιστροφή», λέει ο σταρ. «Ήμουν μέσα στην “Εκκλησία του Μπομπ”». Ο νεαρός ηθοποιός είχε αναλάβει μια απαιτητική αποστολή. Για τον σκηνοθέτη δεν υπήρχε καμία εκδοχή της ταινίας που να μην περιλάμβανε ηθοποιούς που τραγουδούν οι ίδιοι. Ο στόχος του ήταν να αποτυπώσει την αυθεντικότητα της ζωντανής ερμηνείας, μια προσέγγιση που ταίριαζε στη φύση του Ντίλαν, που κέρδισε τους θαυμαστές του για δεκαετίες μέσω των ζωντανών εμφανίσεών του.

Ο σκηνοθέτης δηλώνει: «Δεν ήθελα ο Τίμι να εξαφανιστεί. Είναι μια ερμηνεία. Ήθελα ο Τίμι να δώσει τον εαυτό του στον Μπομπ. Αν καταλήξει να είναι απλώς μια μίμηση, τότε δεν υπάρχει πραγματικά κανείς εκεί».

Ο Τίμοθι Σαλαμέ αφοσιώθηκε σε εντατική μουσική μελέτη και εκπαίδευση για πέντε χρόνια, γεγονός που του επέτρεψε όχι μόνο να αποκτήσει τις απαραίτητες δεξιότητες, αλλά και να εξερευνήσει τα τραγούδια του Μπομπ Ντίλαν για να τα κάνει δικά του. Παράλληλα, με τον διάσημο δάσκαλο φωνητικής Eric Vetro, παρακολούθησαν ώρες εμφανίσεων και συνεντεύξεων του θρύλου της μουσικής, δίνοντας προσοχή σε μικρές λεπτομέρειες, όπως η στάση του σώματός του και πώς αυτή επηρέαζε τη φωνή του.

«Αν θέλεις πραγματικά να αποτυπώσεις την ουσία του Μπομπ, είναι κάτι πολύπλευρο», λέει ο Vetro. «Η φωνή του έχει πολλές διαφορετικές ποιότητες. Είναι σαν ένα κρασί. Και ο Τίμοθι έχει πολύ καλό αυτί. Μπορεί να καταλάβει γρήγορα μια ιδέα και ξέρει πώς να την εκτελέσει ως ηθοποιός».

Κατά τη διάρκεια των χρόνων καθυστέρησης της παραγωγής, ο πρωταγωνιστής τελειοποίησε τόσο την κιθάρα όσο και τη φυσαρμόνικα. Η ερμηνεία του περιλαμβάνει ζωντανές εκτελέσεις εμβληματικών τραγουδιών του Μπομπ Ντίλαν, προσθέτοντας βάθος και αυθεντικότητα στην ταινία. Έμαθε τα τραγούδια και μπορούσε να τα ερμηνεύσει σε κάθε είδους συνθήκες με έναν απίστευτο τρόπο. Μπορεί να σταματήσει, να φύγει από το μικρόφωνο, να κάνει λάθος στον στίχο…

Εκτός από τον Τίμοθι Σαλαμέ, τις εντυπώσεις «κλέβει» και Έντουαρτ Νόρτον στον ρόλο του Pete Seeger, που ήταν έτοιμος να αναλάβει τον θρόνο της φολκ σκηνής. Όμως, χάρη στον συνδυασμό ταλέντου, διαίσθησης και αποφασιστικότητας, ο Μπομπ Ντίλαν ήταν ο επόμενος διάδοχος. «Ο Έντουαρντ όχι μόνο μοιάζει εντυπωσιακά με τον Pete, αλλά του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει κάτι διαφορετικό», λέει ο σκηνοθέτης της ταινίας. «Ο Έντουαρντ συχνά παίζει πιο σκοτεινούς χαρακτήρες. Ο Pete είναι σαν ένας άγγελος, μια φολκ εκδοχή του Fred Rogers.

Για τον Σαλαμέ ήταν μια ευκαιρία να μελετήσει και να ενσαρκώσει μία από τις πιο σημαντικές φιγούρες όλων των εποχών και ίσως ακόμη και να αξιοποιήσει τη δική του σύνδεση με το σημερινό κοινό για να επεκτείνει αυτό το αποτύπωμα ακόμη περισσότερο. «Πολλά πράγματα εμπνέονται από τον Μπομπ, χωρίς οι άνθρωποι να το γνωρίζουν», λέει. «Έτσι, η ταινία θέλει να δημιουργήσει μια γέφυρα προς τον Μπομπ Ντίλαν, όχι μόνο για ένα νεότερο κοινό, αλλά και για το κοινό που δεν τον γνωρίζει», προσθέτει.

Η ταινία αντιπροσωπεύει μόνο ένα κομμάτι από τη ζωή και την εποχή του Ντίλαν, αλλά παρουσιάζει με καίριο τρόπο πώς γεννήθηκε ένα αστέρι και πώς άλλαξε μια κουλτούρα. Η αμφιλεγόμενη εμφάνισή του στο Newport Folk Festival του 1965 κατέρριψε τα εμπόδια μεταξύ ειδών και γενεών. Έκανε το φολκ ροκ δημοφιλές εν μία νυκτί και σηματοδότησε την έντονη διαφορά μεταξύ του χθες και του αύριο. Η κυκλοφορία του Highway 61 Revisited τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, με τον ύμνο της εποχής «Like a Rolling Stone», συνεχίζει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στα σπουδαιότερα άλμπουμ όλων των εποχών. Το 2023, ο Μπομπ Ντίλαν κυκλοφόρησε το 40ό του άλμπουμ, αποδεικνύοντας πως δεν έχει απομακρυνθεί από την κουλτούρα του rock-and-roll που βοήθησε να δημιουργηθεί.

Σενάριο: Jay Cocks, James Mangold
Σκηνοθεσία: James Mangold
Καστ: Timothée Chalamet, Edward Norton, Elle Fanning, Monica Barbaro, Boyd Holbrook, Dan Fogler, Norbert Leo Butz, Scoot McNairy

Κυκλοφορεί 23 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους από τη Feelgood