Λέει πολλά για μια ταινία όταν, μόλις ανοίξουν τα φώτα της αίθουσας, νιώθεις έντονα συναισθήματα να σε γεμίζουν. Και λέει ακόμη περισσότερα όταν κοιτάζεις γύρω σου και βλέπεις τα ίδια συναισθήματα ζωγραφισμένα στα πρόσωπα των άλλων θεατών. Μια ματιά συνοδεύεται από ένα «δεν ήταν υπέροχη;» που ανταλλάσσεις με αγνώστους και φεύγεις έχοντας πολλά να σκεφτείς, να συζητήσεις, να γράψεις.

Ο τίτλος της ταινίας δεν θα μπορούσε να είναι πιο αντιπροσωπευτικός, όχι μόνο από πλευράς περιεχομένου, αλλά και πραγματολογικά, καθώς μια «μικρή» ταινία σαν αυτή (με τα δεδομένα του Hollywood) είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν για την περίοδο των γιορτών.

Η ιστορία τοποθετείται σε μια μικρή πόλη της Ιρλανδίας το 1985, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Οι κάτοικοι είναι απασχολημένοι με τη σκληρή καθημερινότητά τους, παλεύοντας με το κρύο και τις δυσκολίες. Ωστόσο, υπάρχει μια αίσθηση ζωντάνιας, καθώς γελούν, μιλούν και συνεχίζουν τις ζωές τους. Μέσα σε αυτό το σκηνικό βρίσκεται ο Μπιλ Φέρλονγκ, προμηθευτής καυσόξυλων και πατέρας πέντε κοριτσιών, ένας άνθρωπος που, παρά το χαμηλών τόνων παρουσιαστικό του, κουβαλά μια εσωτερική αναταραχή και παρατηρεί όσα συμβαίνουν γύρω του.

Η καμπή της ιστορίας ξεκινά όταν, κατά τη διάρκεια μιας παράδοσης στο τοπικό μοναστήρι, ο Μπιλ ανακαλύπτει κάτι που θα δοκιμάσει τις συναισθηματικές αντοχές και την ηθική του. Η συγκεκριμένη αποκάλυψη τον φέρνει αντιμέτωπο με το δικό του παρελθόν και τη σιωπηλή συνενοχή μιας κοινωνίας που έχει μάθει να κοιτάζει αλλού.

Η γυναίκα του τον προτρέπει να αγνοήσει την κατάσταση, με συμβουλές που ηχούν σαν γνώριμα κλισέ: «Για να πάει κανείς μπροστα στη ζωή, θα πρέπει να μάθει να αγνοεί καποια πραγματα». Και όχι δεν είναι κακός άνθρωπος, θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι πραγματίστρια. Εξάλλου, οι απαντήσεις της ενέχουν όλα όσα έχουμε μάθει να λέμε, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία αδικία: αυτό δεν θα συμβεί ποτέ σε εμάς, είναι εύκολο να είσαι γενναιόδωρος όταν έχεις λεφτά, δεν ξέρουμε τι πραγματικά συμβαίνει, δεν είναι δουλειά μας κ.λ.π.

Ο Μπιλ όμως δεν είναι πραγματιστής, είναι ενσυναισθητικός, δεν είναι ο άνθρωπος που αποδέχεται την απάθεια. Έχει ζήσει την αδικία, αλλά και την καλοσύνη, και αυτό έχει διαμορφώσει τον χαρακτήρα του. Η ανησυχία, σαν ασθένεια, θα τον καταβάλει, θα του στερήσει τον ύπνο και την ηρεμια. Τον κατατρώει σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί να λειτουργήσει φυσιολογικά στην καθημερινότητα του. Οι μοναχές, όμως, έχουν απλώσει τα δίχτυα τους σε ολόκληρη την πόλη και όποιος τις εναντιωθεί, δεν θα έχει καλή κατάληξη ούτε για τον ίδιο, ούτε για την οικογένειά του…

Η εσωτερική του πάλη αποτυπώνεται στην οθόνη με μαεστρία, ενώ ο Cillian Murphy κερδίζει το κοινό με την υποβλητική του ερμηνεία, κάνοντας την ένταση που βιώνει ο Μπιλ να γίνεται κτήμα του θεατή.

Ο Tim Mielants σκιαγραφεί με λεπτομέρεια το ζοφερό τοπίο και τη ρουτίνα των κατοίκων. Η εσωτερική ένταση είναι παρούσα σε κάθε σκηνή, κλιμακώνεται σταδιακά, μέχρι την κορύφωση που λειτουργεί ως κάθαρση. Το τέλος αφήνει τον θεατή με ένα αίσθημα ελπίδας, αλλά και βαθιάς προβληματικής σκέψης: Τι κάνουμε εμείς απέναντι στις αδικίες της κοινωνίας;

Η ταινία είναι μία ευαίσθητη υπενθύμιση ότι η αλληλεγγύη και η πράξη είναι απαραίτητα στοιχεία σε έναν κόσμο που συχνά προτιμά την παρατήρηση αντί της αντίδρασης. Ίσως, την επόμενη φορά που θα γίνουμε μάρτυρες μιας αδικίας, αντί να μένουμε στο επιφανειακό και επιδερμικό ακτιβισμό, να δράσουμε ουσιαστικά.