«Ήξερε πως ο χειμώνας είχε τελειώσει, όταν άκουγε τον ήχο του νερού. Το χειμώνα το χιόνι σκέπαζε το χωριό, οι στέγες των σπιτιών και τα χωράφια άσπριζαν. Ο πάγος σχημάτιζε σταλακτίτες στις άκρες των σκεπών. Κι έπειτα ο ήλιος άρχιζε να καίει, το χιόνι έλιωνε και το νερό άρχιζε να τρέχει σταγόνα σταγόνα από κάθε περβάζι, κάθε πάτερο, από τα κλαριά των δέντρων και όλες οι σταγόνες έσμιγαν και σχημάτιζαν ποταμάκια, τα ποταμάκια έφταναν ως τα ρυάκια και το νερό ξεχυνόταν χαρωπά σε όλους τους δρόμους τους χωριού.
Ίσως αυτός ο ήχος του νερού να ήταν η πιο παλιά ανάμνησή της. Θυμόταν τον πρώτο χειμώνα στο βουνό και τη μουσική ανάμεσα στον πατέρα και τη μάνα της, τους κρατούσε από το χέρι. Το ένα της μπράτσο ήταν πιο τεντωμένο από το άλλο, αφού ο πατέρας της ήταν πολύ ψηλός. Και το νερό έτρεχε από παντού γύρω τους βάζοντας αυτή τη μουσική, αυτούς τους ήχους, αυτά τα κελαρύσματα, τα γαργαρίσματα, τους παφλασμούς. Κάθε φορά που το θυμόταν ήθελε να γελάσει επειδή ήταν ένας ήχος απαλός και παράξενος σαν χάδι. Γελούσε λοιπόν ανάμεσα στον πατέρα της και τη μάνα της και το νερό από τα λούκια και ο ρυάκι της απαντούσε, γλιστρούσε ξεχυνόταν.[…]»
Αυτές είναι οι μνήμες της Εσθήρ, μνήμες από μια ζωή προτού αλλάξει από τις αναπάντεχες σειρήνες ενός πολέμου. Όταν την πρωτοσυναντούμε, στη διάρκεια του Πολέμου σε ένα χωριό της Νοτιοανατολικής Γαλλίας, όπου καταφεύγουν Εβραίοι από όλη την Ευρώπη, η διαδικασία της ενηλικίωσης έχει ήδη διακοπεί βίαια από την εισβολή της Γκεστάπο και εκείνη η μητέρα της αλλά και πολλοί άλλοι έχουμε μετατραπεί και πάλι σε πρόσφυγες διασχίζοντας τις Άλπεις για να καταφύγουν σε Ιταλικό έδαφος. Ο αντάρτης πατέρας της Εσθήρ έχει χάσει τη ζωή του και η ίδια με τη μητέρα της θα διασωθούν εργαζόμενες σε μια πανσιόν.
Το καλοκαίρι του 1943, σε αυτό το μικρό χωριό που έχει μετατραπεί σε γκέτο για τους Εβραίους, η έφηβος Εσθήρ, ανακαλύπτει τι σημαίνει να είναι κανείς Εβραίος εν καιρώ πολέμου και βιώνει το φόβο, το θάνατο και την ταπείνωση.
«’Ήταν αστείο και θλιβερό συνάμα και η Εσθήρ ένιωθε έναν κόμπο επειδή κατανοούσε ξαφνικά τι ήταν ο πόλεμος. Όταν γινόταν πόλεμος ,άντρες, αστυνομικοί, και στρατιώτες με αλλόκοτα καπέλα με φτερά, τολμούσαν να πάρουν το πιάνο του κυρίου Φερν από το σπίτι του και να το μεταφέρουν στη τραπεζαρία του ξενοδοχείου Terminus. Και όμως αυτό το πιάνο ήταν για τον κύριο Φερν ότι πολυτιμότερο είχε στον κόσμο, ήταν ότι του είχε απομείνει σε αυτή τη ζωή[…]».
Μετά τη λήξη του πολέμου, η Εσθήρ μαζί με τη μητέρα της, επιβιβάζεται σ’ ένα υπερφορτωμένο από κόσμο πλοίο, με προορισμό για τη Γη της Επαγγελίας, το νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ, όπου θα ανακαλύψει τη θρησκεία και τη δύναμη της προσευχής.
Φτάνοντας όμως, θα συναντηθεί φευγαλέα με μια την αντιπέρα όχθη της εξορίας, με ένα καραβάνι Παλαιστινίων προσφύγων που κατευθύνονται στον καταυλισμό του Νουρ Σαμς. Από την πομπή αποσπάται μια συνομήλικη κοπελίτσα, η Νετζμά, που ζητά από την Εσθήρ να της γράψει το όνομά της σε ένα τετράδιο.
Η συνάντηση της Εσθήρ με την Νετζμά πραγματοποιείται σαν μέσα σ’ όνειρο. Δεν θα ξανασυναντηθούν ποτέ ξανά, θα έχουν ανταλλάξει μονάχα ένα βλέμμα, αλλά η καθεμιά στη δική της εξορία δεν θα πάψει ποτέ να σκέφτεται την άλλη.
Η Νετζμά, αναγκάζεται ως Παλαιστίνια να εγκαταλείψει τον τόπο της και να ακολουθήσει κι εκείνη το μακρύ δρόμο της εξορίας για κάποιο προσφυγικό καταυλισμό και μέσα από το δικό της ταξίδι ο συγγραφέας μας δίνει λυρικές όψεις του ξεριζωμού των γηγενών Παλαιστινίων, με την αλλοτρίωση, την πείνα, τη δίψα και την αρρώστια να κυριαρχούν στον καταυλισμό.
«Αυτά είναι τα απομνημονεύματά των ημερών που ζήσαμε στον καταυλισμό του Νουρ Σαμς, έτσι όπως αποφάσισα να τα γράψω εγώ η Νετζμά, σε ανάμνηση του Σααντί Αμπού Ταλίμπ, του Μπανταουί και της θείας μας Αάμα Ουρίγια. Σε ανάμνηση επίσης της μητέρας μου, της Φατμά, που δεν την γνώρισα και του πατέρα μου, του Αχμάντ.
“Ο ήλιος δεν λάμπε τάχα το ίδιο για όλους;” Ακούω ετούτη την ερώτηση συνεχώς. Αυτός που την έκανε, πριν από ένα τουλάχιστον χρόνο τώρα έχει πεθάνει. Βρίσκεται θαμμένος στην κορφή του λόγου που δεσπόζει πάνω από τον καταυλισμό. Τα παιδιά του ανέλαβαν να του σκάψουν έναν λάκκο με τον κασμά, βγάζοντας τις πέτρες και συσσωρεύοντάς τες δεξιά κι αριστερά σε δύο σωρούς ίδιων διαστάσεων, κι έπειτα τον κατέβασαν τυλιγμένο σ’ ένα παλιό σεντόνι που το έγραψαν μόνα τους, αλλά που του έπεφτε κοντό και αποτελούσε ένα παράξενο θέαμα η σορός γέροντα, κοκκαλωμένη μέσα σ’ αυτό το σεντόνι, απ’ όπου προεξείχαν τα δυο του γυμνά πέλματα, να κατεβαίνει στο μνήμα. […] Όταν οι στρατιώτες ήρθαν σπίτι του για να τον πάρουν και να τον πάνε στον καταυλισμό, αυτό τους είπε ο γέροντας και έπειτα δεν έπαψε να επαναλαμβάνει αυτή την ερώτηση. Οι στρατιώτες δεν κατάλαβαν μάλλον. Κι αν καταλάβαιναν, ίσως και να γελούσαν “Ο ήλιος δεν λάμπει τάχα για όλους”[…]
Ο καταυλισμός του Νουρ Σαμς βυθίζεται σιγά σιγά στη δυστυχία. Όταν φτάσαμε με το φορτηγό των Ηνωμένων Εθνών σκεπασμένο με μουσαμάδες, δεν ξέραμε πως ετούτο το μέρος επρόκειτο να γίνει ο νέος τοπος ζωής μας. Όλοι νομίζαμε πως θα’ ταν για μια δυο μέρες και πως μετά θα ξαναφεύγαμε. Μέχρι να πάψουν οι βομβαρδισμοί και οι μάχες στις πόλεις, μετά οι ξένοι θα έδιναν στον καθένα μας από ένα κομμάτι γης, ένα κήπο να καλλιεργήσουμε, ένα σπίτι όπου θα μπορούσαμε να ξαναρχίσουμε να ζούμε όπως πριν[…]».
Η εξορία όμως δεν είναι προσωρινή, είναι η βαριά μοίρα που ενώνει μετά την φευγαλέα συνάντηση τη μνήμη των δύο κοριτσιών. Η Νετζμά σώζεται από αυτό το τοπίο θανάτου το θα βρει χάρη στον έρωτα ενός περιπλανώμενου Παλαιστινίου που θα την περισώσει για να καταφύγουν στην Ιορδανία.Η Εσθήρ, για άγνωστους λόγους, θα εγκαταλείπει τη γη των πατέρων της για να καταφύγει στον Καναδά όπου και θα γεννήσει το παιδί της, καρπό του έρωτά της με έναν σύντροφο που έχει δολοφονηθεί στα Υψίπεδα του Γκολάν. Από εκεί, στα 1980 θα επιστρέψει στη Νίκαια για την κηδεία της μητέρας της.
Με μια αφήγηση που μεταπηδά από το πρώτο στο τρίτο ενικό πρόσωπο – το πρώτο για να αποτυπωθούν τα αισθήματα της χαράς και της οδύνης, το τρίτο για να αποκτήσει η δράση μια αντικειμενική υπόσταση – ο Λε Κλεζιό ενώνει τις δύο διαφορετικές κατευθύνσεις των ηρωίδων του, προβάλλοντας την κοινή ιστορική τους τύχη.
Η Εσθήρ και η Νετζμά είναι υποχρεωμένες να εξοριστούν από τα χώματά τους: η μία γιατί, ως Εβραία, δεν χώρεσε στη χιτλερική Ευρώπη, η άλλη γιατί, ως Παλαιστίνια, βρέθηκε έξω από τις γεωπολιτικές χαράξεις του εκκολαπτόμενου κράτους του Ισραήλ.
Με τον καιρό, αμφότερες θα αρπαχτούν από τη μνήμη τους για να μην ξεχάσουν ποτέ τον στιγματισμό τους, αλλά και για να καταφέρουν κάποτε να ξεφύγουν από τα δεινά του.
Η αναμέτρηση με τη μοίρα, ως αμείλικτο ηθικό και μεταφυσικό ζήτημα, ορίζει το περιεχόμενο της ζωής χωρίς η ιστορική διαδικασία χάνει το νόημά της. Αυτό είναι το ζήτημα που θέτουν οι δύο γυναίκες, θύματα και οι δύο διαφορετικών πολέμων και διωγμών κάνοντας το ακόμη οξύτερο. Η αθωότητας πληγώνεται αναίτια, η ζωή ακυρώνεται και το σιδερένιο χέρι της μοίρας την καθιστά δυσβάσταχτη.
Γι’ αυτό η μνήμη είναι μια αναγκαιότητα, όπως είναι και η λήθη, στο δρόμο προς την συμφιλίωση με τη ζωή και τον θάνατο, στο δύσβατο μονοπάτι της αντίστασης σε μια μοίρα ορισμένη από ξένα χέρια που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια παρεμβολής.
Το «Περιπλανώμενο Αστέρι» αποτελεί το πόνημα του νομπελίστα Λε Κλέζιο, του «συγγραφέα νέων ξεκινημάτων, ποιητικής περιπέτειας και αισθησιακής έκστασης, εξερευνητή της ανθρωπότητας, πέρα και κάτω από τον κυρίαρχο πολιτισμό», όπως χαρακτηρίστηκε το 2008 από τη Σουηδική Ακαδημία Επιστημών, ενός συγγραφέα χωρίς πατρίδα όπως έχει δηλώσει ο ίδιος.
Ο Ζαν-Μαρί Γκυστάβ λε Κλεζιό γεννήθηκε στη Νίκαια της Γαλλίας στις 13 Απριλίου του 1940. Κατάγεται από μια οικογένεια της Βρετάνης που μετανάστευσε στη νήσο Μαυρίκιο τον 18ο αιώνα. Σε ηλικία οκτώ ετών έφυγε με τους γονείς του για τη Νιγηρία, όπου ο πατέρας του εργάστηκε ως γιατρός κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δέκα χρόνια αργότερα η οικογένεια επέστρεψε στη Νίκαια, όπου ο Λε Κλεζιό τελείωσε το σχολείο. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και πήρε το πρώτο του πτυχίο στη φιλολογία από το Πανεπιστήμιο της Νίκαιας. Ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στο Πανεπιστήμιο της Εξ-Αν-Προβάνς και το διδακτορικό του για τη σύγχρονη ιστορία του Μεξικού στο Πανεπιστήμιο της Περπινιάν. Έχει διδάξει στα πανεπιστήμια της Μπανγκόκ, της Πόλης του Μεξικού, της Βοστόνης, του Όστιν και της Αλμπουκέρκης.
Παρά τα πολυάριθμα ταξίδια του, ο Ζ. Μ.Γκ. λε Κλεζιό δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει, από την ηλικία των επτά με οκτώ ετών: ποίηση, παραμύθι, δοκίμιο, διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα. Δεν δημοσίευσε όμως τίποτα πριν το πρώτο του μυθιστόρημα, το 1963, με τον τίτλο «Le proces-verbal» (Η προφορική αγωγή), που κέρδισε το βραβείο Ρενοντό. Έκτοτε έχουν εκδοθεί περισσότερα από τριάντα έργα του, μεταξύ των οποίων τα «Terra Amata», 1967, «Le livre des fuites», 1969, «La guerre», 1970 και «Les geants» 1973. Το 1980 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Πολ-Μοράν της Γαλλικής Ακαδημίας, για το μυθιστόρημά του «Le desert» (Η έρημος) και το 2008 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία Επιστημών.
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»