«Ο δεύτερος τόμος των Νεκρών Ψυχών κάηκε επειδή έπρεπε να καεί. Για ν’ αναστηθεί κάτι πρέπει πρώτα να πεθάνει. Μου ήταν σκληρό να κάψω ένα έργο που μου είχε στοιχίσει πέντε χρόνια λυσσασμένης δουλειάς και που η κάθε του αράδα είχε προκαλέσει ένα συγκλονισμό μέσα μου. Όμως όλα κάηκαν κι αυτό έγινε σε μια στιγμή όπου, βλέποντας αντικριστά το θάνατο, λαχταρούσα ν’ αφήσω πίσω μου ένα θύμημα πιο άξιο της μνήμης μου.
Ευχαριστώ το Θεό που μου έδωσε τη δύναμη να πράξω έτσι. Αν έχω καταρρεύσει σωματικά, το πνεύμα μου στερεώνεται όλο και περισσότερο, κι όταν το πνεύμα είναι δυνατό, θα ξαναγίνει και το σώμα. Πιστεύω ότι, όταν σημάνει η ώρα, θα τελειώσω μέσα σε μερικές εβδομάδες το έργο, που του έχω κιόλας αφιερώσει πέντε οδυνηρά χρόνια».
Αυτές ήταν οι δηλώσεις του συγγραφέα του βιβλίου, Νεκρές Ψυχές, Νικολάι Γκόγκολ, που παραμένει ατελείωτο μέχρι σήμερα αλλά συγκεντρώνει παρόλα αυτά εγκωμιαστικές κριτικές και κατατάσσεται στις λίστες με τα αξιολογότερα βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ένα πόνημα που μαζί με την θεατρική κωμωδία του ίδιου συγγραφέα με τίτλο «Ο Επιθεωρητής», συγκλόνισαν την πνευματική Ρωσία, τάραξαν τα λιμνάζοντα νερά της κοινωνίας και εντυπωσίασαν την δυτικόφιλη ρωσική διανόηση.
Οι Νεκρές Ψυχές είναι μια καταγγελία και μάλιστα ευρηματική, μια οξεία κριτική της ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα η οποία δυσκολεύεται πολύ να ανακαλύψει την μετασοβιετική της ταυτότητα. Η εν λόγω κριτική μάλιστα αποδείχτηκε τόσο πετυχημένη που ενόχλησε αρκετούς και την θαύμασαν άλλοι τόσοι.
Στο βιβλίο του αυτό ο συγγραφέας με περίσσια δεξιοτεχνία φιλοτεχνεί το πορτρέτο ενός χαρισματικού απατεώνα, που κατορθώσει να «σπάσει» τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος με μια μοναδική και σαρδώνεια σε σύλληψη ιδέα.
Ο ανυπότακτος τελωνειακός Τσίτσικοβ ακολουθεί μια ιδιοφυή μέθοδο για να διευρύνει την πολυσχιδή δραστηριότητα του. Εμφανίζεται στις επαύλεις των πλούσιων γαιοκτημόνων της ρωσικής επαρχίας δηλώνοντας πως είναι πρόθυμος να αγοράσει τους τίτλους ιδιοκτησίας όσων «νεκρών ψυχών» έχουν στην κατοχή τους, δηλαδή όσων δουλοπάροικων είχαν στη δούλεψή τους οι γαιοκτήμονες έχουν πεθάνει. Η προσφορά είναι τόσο συμφέρουσα , μιας και ο γαιοκτήμονας είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει τους φόρους για την κάθε άχρηστη για εκείνον «ψυχή» για μια ολόκληρη δεκαετία μετά τον θάνατό της, ώστε συγκεντρώνει έναν μεγάλο αριθμό τίτλων ιδιοκτησίας. Καταθέτοντας αυτή την περιουσία ως εγγύηση παίρνει δάνεια προγραμματίζοντας να αγοράσει ένα κτήμα με ζωντανές ψυχές…
H σάτιρα που είναι διάχυτη σε ολόκληρο το έργο αναδεικνύεται, μέσα από την αλληγορία που πλέκει ο κλασικός αυτός της ρωσικής λογοτεχνίας, προφητική: αφού οι «νεκρές ψυχές» δεν είναι οι πεθαμένοι δουλοπάροικοι, αλλά η ίδια άρχουσα τάξη, οι γαιοκτήμονες και οι κεφαλαιούχοι, ενός κοινωνικού συστήματος που πνέει τα λοίσθια και το οποίο καταποντίζεται αμετάκλητα στην καταιγίδα της Eπανάστασης, που ξεσπά μερικές δεκαετίες αργότερα.
Βασιζόμενος στα λόγια του Ντοστογιέφσκι «όλοι βγήκαμε από το Παλτό του Γκογκόλ», περιμένεις ένα διήγημα με εξαιρετικές δυναμικές και πράγματι αυτό ακριβώς αποδεικνύεται. Ο συγγραφέας διαφέρει από τους κλασικούς Ρώσους ρεαλιστές, κυρίως χάρη στο ανάλαφρο ύφος, στο λεπτό χιούμορ, στην σάτιρα με διαποτισμένης με κατάλληλες δόσεις ειρωνεία, στην περιπαικτική ατμόσφαιρα που σκιαγραφεί για να αποδώσει τους θεσμούς, τις κοινωνικές συνήθειες, τα στερεότυπα και κυρίως τη γραφειοκρατία και τη διοίκηση, που σαν βαρύς ασθενής αρνείται να πάρει οποιοδήποτε φάρμακο κι έτσι σαπίζει αέναα
Πλούσιοι και φτωχοί τύποι συνθέτουν ένα έξοχο στην ποικιλία-του, σατιρικό μωσαϊκό με την αγωνία να είναι εξίσου παρούσα. Οι λέξεις μετασχηματίζονται, αποκαλύπτουν πληγές, ξεσκεπάζουν κρυμμένες αρρώστιες, εκεί που η αθωότητα λιθοβολείται και η κακία θριαμβεύει… Κι εκεί ακριβώς ο Γκόγκολ νιώθει να πνίγεται και να φωνάζει στη γη που τόσο αγάπησε, τη Ρωσία: «Δεν είσαι τάχα προορισμένη να γεννήσεις ήρωες, εσύ που τους προσφέρεις τόση έκταση για να δράσουν»;
Οι ωραιότερες πινελιές του διάσημου Ρώσου συγγραφέα βέβαια εντέλει τρομάζουν τη χώρα στην οποία αναφέρονται, ακριβώς επειδή την καθρεφτίζουν χωρίς να την παραμορφώνουν . Αυτός ήταν και ο λόγος που ο σπουδαίος Πούσκιν να ομολογήσει τότε «ελάχιστος φόρος τιμής στην αλήθεια που τόσο ενόχλησε τους πολλούς που είδαν καχύποπτα τον εαυτό τους να μην εξωραΐζεται σε τούτο το μεγαλειώδες αριστούργημα» και να προσθέσει «Θεέ μου πόσο θλιβερή είναι η Ρωσία μας».
Όπως σωστά τονίζει ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Ιστορία της Ρούσικης Λογοτεχνίας», «Ο Γκόγκολ δεν βλέπει αξιοθρήνητους ήρωες, δεν είναι μαριονέτες του οποιουδήποτε εστέτ που τις γελοιοποιεί για να δώσει ένα κάποιο αδιέξοδο στην πλήξη και τη ρουτίνα του. Ο Γκόγκολ πονά ο ίδιος, κι ο πόνος ακριβώς αυτός είναι που γεννά την ευαισθησία και την ανθρωπιά του, γι’ αυτό και όλο του το έργο διαχέεται από βαθύ οίκτο και μοναδική τρυφερότητα για τον καθημερινό άνθρωπο».
Είναι αλήθεια βέβαια πως οι «Νεκρές Ψυχές» πολιτικοποίησαν τον συγγραφέα παρά τη θέλησή του και κλόνισαν την πίστη του στη «πεφωτισμένη μοναρχία» . Αρνείται όμως να επωμισθεί ένα πολιτικό ρόλο, και σαν σταθερά συντηρητικός, φοβισμένος από τις ανελέητες επιθέσεις των μεγαλόσχημων ομοϊδεατών του εγκαταλείπει την αγαπημένη του ρωσική γη και για ένα χρονικό διάστημα παρεπιδημεί στη Νότια Ευρώπη για να αποφύγει την σύγκρουση με το καθεστώς του τσάρου.
Ο Γκόγκολ έπασχε από σοβαρή νευρασθένεια, στην οποία οφείλεται και ο πρόωρος θάνατός του. Η κρίση της ασθένειας του εκδηλώνεται ενώ δουλεύει τις «Νεκρές Ψυχές», το πρώτο μέρος του οποίου εκδόθηκε στη Ρωσία το 1842, ύστερα από πολύμηνη μάχη του ιδίου και των φίλων του κατά της αδυσώπητης λογοκρισίας. Μετά την έκδοσή του ο Μπιελίνσκι θα γράψει πως πρόκειται για «ένα από τα ελάχιστα βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που γεμίζουν μια εποχή».
Η οξεία κοινωνική κριτική του βιβλίου φαίνεται πως ενόχλησε αρκετούς και ο Γκόγκολ χαρακτηρίστηκε «προδότης, άθεος, υβριστής της θρησκείας». Οι επικρίσεις ήταν τέτοιες άλλωστε που εντέλει η δημιουργία ενός μεγαλειώδους έργου συντελέστηκε με κόστος την ίδια την ύπαρξη του συγγραφέα, γεγονός που προσδίδει στην σάτιρα μια επιπρόσθετη τραγικότητα…
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»