«Ο Ιάσων και η Καρολίνα έχουν τρεις γιους και μια κόρη. Η κόρη, η Κάντυ αποπλανάται από τον Ντάλτον Άμες και οδηγείται στην αναζήτηση συζύγου…». Ο Ουίλιαμ Φώκνερ σταματά την αφήγηση εδώ και ξεκινά μια άλλη ιστορία. Άλλωστε η σκέψη του συγγραφέα δεν ακολουθεί τη γραμμική αφηγηματική πορεία, αλλά ανακατώνει συνέχεια τα κομμάτια της ιστορίας όπως τις κάρτες της τράπουλας, γι’ αυτό και είναι μάταιο να αναζητήσει ο αναγνώστης την εστίαση του κλασσικού μυθιστορήματος όπως και το θέμα. Ο ευνουχισμός του Μπέντζυ, ο άτυχος έρωτας της Κάντυ, η απόπειρα αυτοκτονίας του Κουέντιν, το μίσος του Τζέισον για την ανεψιά του, κάθε επεισόδιο, από τη στιγμή που θα συντεθεί, ανακαλεί άλλα και κατά βάθος όλα τα άλλα επεισόδια είναι συνδεδεμένα με αυτό. Στην πραγματικότητα όμως τίποτα δε συμβαίνει, η ιστορία δεν εξελίσσεται. Την ανακαλύπτουμε πίσω από κάθε λέξη, σαν ένα επαχθές και μισητό παρόν, που η έντασή του ποικίλει ανάλογα με την περίσταση και εν τέλει εναποτίθεται στον αναγνώστη να αναζητήσει σημεία αναφοράς και να ανασυστήσει τη χρονολογική σειρά όπως αυτός νομίζει. «… άνθρωπος είναι το σύνολο των δυστυχιών του. Μια μέρα θα μπορούσες να σκεφτείς ότι η δυστυχία απέκαμε, αλλά τότε η δυστυχία σου θα είναι ο χρόνος…» Η δυστυχία του ανθρώπου είναι ο εγκλωβισμός του στο χρόνο και ο χρόνος είναι το κατ’ ουσίαν θέμα του μυθιστορήματος αυτού, γι’ αυτό και ο Φώκνερ στο «Η βουή και η μανία» έχει κατακερματίσει το χρόνο και έχει ανακατανείμει τα θραύσματα του. Μετά το πρώτο μέρος που επιγράφεται «Απριλίου 7η, 1928» έχουμε μια αναδρομή 18 χρόνων με τίτλο «Ιουνίου 2α, 1910» ενώ στο τρίτο μέρος πηγαίνουμε μια μέρα πριν από το πρώτο μέρος, την «Απριλίου 6η, 1928» για να περάσουμε στο τέταρτο στην «Απριλίου 8η, 1928». Ο χρόνος όμως δεν είναι ταυτόσημος με την χρονική αλληλουχία. Τα ρολόγια και τα ημερολόγια επινοήθηκαν και στη συνέχεια υιοθετήθηκαν από τον άνθρωπο. Για να συλλάβουμε τον απλό χρόνο δεν χρειάζεται παρά αν απαλλαγούμε από τις επινοήσεις του που δεν μετρούν κατά βάση τίποτα. «…ο χρόνος είναι νεκρός όσο χτυπά πάνω σε μικρά γρανάζια, μόνο όταν το ρολόι σταματήσει, ζωντανεύει» Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς με λεπτομέρειες την ιστορία. Παρακολουθούμε μια τυπική οικογένεια του αμερικανικού Νότου που ζει φυλακισμένη στο παρελθόν της. Παραβιάζοντας με ασυνήθιστη βία και εκπληκτική τεχνική την παραδοσιακή πεζογραφική αφήγηση, ο συγγραφέας αναπτύσσει την ιστορία του μέσω των αδελφών της οικογένειας Κόμπσον, εκ των οποίων ο πρώτος είναι πνευματικά καθυστερημένος, ο δεύτερος αιμομίκτης και ο τρίτος κυνικός σε βαθμό εξοργιστικό. Τα τρία αδέλφια ως αφηγητές των τριών πρώτων κεφαλαίων, μιλούν για την αδελφή τους στήνοντας το πορτρέτο της μέσω των προσωπικών τους αναμνήσεων, ο καθένας με την ιδιαιτερότητά του και το ύφος του. Το πρώτο είναι αποσπασματικό και ωμό, το δεύτερο ιμπρεσιονιστικό, σκοτεινό και ονειρικό και το τρίτο ρεαλιστικό. Ο Μπέντζι είναι ο καθυστερημένος μικρότερος αδελφός, ο Κουέντιν, ο μεγαλύτερος και πιο ευαίσθητος, ο Τζέισον ο κυνικός, ο αμοραλιστής, το κάθαρμα. Βέβαια ο ρεαλισμός του τελευταίου δεν είναι παρά μια μάσκα της οργής. «Οι γυναίκες από την αρχή δεν είναι παρθένες. Η παρθενία είναι μια κατάσταση αρνητική και γι’ αυτό ενάντια προς τη Φύση. Η φύση σε πληγώνει όχι η Κάντυ, κι εγώ του είπα αυτά είναι λέξεις κενές κι εκείνος είπε το ίδιο και η παρθενία…» λέει κάπου ο πατέρας για την κόρη μετατρέποντας την «τραγωδία σε βήτα κατηγορίας και μεταχειρισμένη». Στο τέταρτο κεφάλαιο η αδελφή εξαφανίζεται σαν να μην υπήρξε και η αφήγηση συνεχίζεται σύμφωνα με τα κλασικά πρότυπα, λες και η οικογένεια δεν μας ενδιαφέρει πια ή καλύτερα λες και η κατάπτωση της οικογένειας Κόμπσον αντικατοπτρίζει την παγκόσμια κατάπτωση. Μέσα στα χάσματα των αφηγήσεων αναπτύσσονται αναρίθμητα μυστικά όπου όλα μαζί – αλλά και το καθένα χωριστά – πολλαπλασιάζουν τη δύναμη της έντασης. Ίσως το έργο να πραγματεύεται την πτώση μιας οικογένειας του Αμερικανικού Νότου ή ίσως το θέμα όπως έγραψε ο ίδιος ο Φώκνερ να είναι η αδελφή Κάντυ, η αχαλίνωτη αδελφή, της οποίας την ιστορία μαθαίνουμε μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων αδελφών και όσων λέει η μητέρα της. Ένα ακόμα θέμα όμως είναι και ο Νότος, ένας Νότος που σε αντίθεση με τις ανατολικές πολιτείες, τη Νέα Υόρκη, τη Νέα Αγγλία αλλά και τις Βόρειες όπως το Σικάγο, έχει πεθάνει στον Εμφύλιο και τίποτε δεν μπορεί να όταν αναστήσει ξανά, τουλάχιστον έτσι όπως σφραγίζει τη βιβλική και ως έναν βαθμό ευαγγελική παράδοση του ο συγγραφέας στο τέταρτο κεφάλαιο. Η μικρή πόλη που περιγράφει ο συγγραφέας – με μοντέλο την πόλη που έζησε για πολλά χρόνια, την Οξφόρδη του Μισσισιπή – παρακμάζει και τα μέλη της είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουν την πτώση (η μάνα δεν σταματά να αναβιώνει τις δόξες του παρελθόντος και δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι είναι μια κυρία). Το έργο της προδοσίας, της αγωνίας και της ασυνέχειας, του ανομολόγητου κρίματος, της παράλυσης συνεπαίρνει και καθηλώνει τον αναγνώστη όπως ο φόβος το θύμα μπροστά στον θύτη. Έτσι το μυθιστόρημα αποτελεί μια ακραία μορφή της ψυχικής βίας στη σύγχρονη λογοτεχνία. Γράφοντας την εποχή του μεταμοντερνισμού, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές σε κάθε ένα από τα τέσσερα κεφάλαια του έργου. Στο πρώτο έχουμε τη λεγόμενη «stream of consciousness», τη ροή της συνείδησης στον εσωτερικό μονόλογο ενός διανοητικά καθυστερημένου νέου. Στο δεύτερο έχουμε επίσης τον εσωτερικό μονόλογο του ενός από τους δυο αδελφούς του – διαταραγμένη προσωπικότητα, ο αδελφός αυτός θα αυτοκτονήσει – και η αφήγηση αποτελείται από σύντομα σπαράγματα μνήμης και θραύσματα σκέψεων με εξαίρεση το θαυμάσιο και σχετικά εκτενές μέρος όπου αφηγείται την περιπέτειά του με ένα μικρό κοριτσάκι Ιταλών εμιγκρέδων. Στο τρίτο μέρος ο Φώκνερ εγκαταλείπει τον μοντερνισμό για τον μεταμοντερνισμό της διαυγούς αφήγησης, σαν αυτής του μυθιστορήματος των κλασικών του 19ου αιώνα, χωρίς να απομακρύνεται από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όχι ενός ατόμου διαταραγμένου ψυχικά αυτή τη φορά, αλλά ενός σχετικά ισορροπημένου ατόμου. Στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, την κυρίαρχη αφήγηση του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, επιστρέφουμε στο τέταρτο μέρος, με εστίαση στο πρόσωπο της μαύρης υπηρέτριας, «του μόνου θετικού προσώπου του μυθιστορήματος», όπως αναφέρεται και στο εξώφυλλο του βιβλίου. Στο μυθιστόρημα «Η βουή και η μανία», όλα συμβαίνουν στο φτερό και τίποτα δε συμβαίνει, όλα έχουν συμβεί. Αυτό είναι που μας επιτρέπει να συλλάβουμε την παράξενη διατύπωση ενός από τους ήρωες: «Δεν είμαι αυτός, ήμουν». Ο Φώκνερ παρουσιάζει ανθρώπους, υπάρξεις χωρίς μέλλον, «άθροισμα των εμπειριών τους, των δυστυχιών τους». Το παρόν δεν είναι τίποτα παρά άτακτος λόγος, απόηχος και το μέλλον είναι παρελθόν. «Κάθε στιγμή σκιές συσσωρεύονται δεξιά του, ενώ αριστερά του τρεμοσβήνουν και πάλλονται σημεία από φως, που παίρνουν μορφή δένδρων, ανθρώπων, αμαξιών μόνο, όταν τα δεις σε προοπτική. Το παρελθόν αποκτά εδώ μια υπερρεαλιστική ποιότητα. Το περίγραμμά του είναι σκληρό, σαφές και αναλλοίωτο […] Οι μονόλογοι του Φώκνερ μας κάνουν να σκεφτούμε αεροπλάνο που πέφτει σε κενά αέρος; Κάθε στιγμή ο ήρωας βυθίζεται στο παρελθόν και αναδύεται και πάλι, για να ξαναπέσει και πάλι στο παρελθόν. Το παρόν δεν υφίσταται, είναι απόληξη. Όλα ήταν…» αναφέρει ο Ζαν Πολ Σαρτρ για το έργο. Το αριστούργημα του Φώκνερ από το 1929 που δημοσιεύτηκε μέχρι σήμερα έχει θαυμαστεί σχεδόν από όλες τις γενιές αναγνωστών και κριτικών και χάρη σε αυτό ο συγγραφέας τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1949. Βέβαια είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Γουίλιαμ Φώκνερ (1897-1962), ο μεγαλύτερος για πολλούς αμερικανός συγγραφέας του 20ού αιώνα και ένας από τους κορυφαίους σε όλον τον κόσμο, δεν τελείωσε καν το γυμνάσιο. Το γεγονός είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτά που κατάφερε ως συγγραφέας ήταν ασύλληπτα: να μιλήσει με τη γλώσσα των χωρικών και των πνευματικά καθυστερημένων, να χρησιμοποιήσει τον εσωτερικό μονόλογο σε αφηγήσεις που δεν εκτυλίσσονταν σε κάποιο κοσμοπολίτικο περιβάλλον αλλά στην αγροτική Αμερική και να περάσει το πνεύμα των Νότιων Πολιτειών μέσα από τεχνικές που υπήρξαν προϊόντα του ύστερου αστικού πολιτισμού της Ευρώπης, χωρίς ταυτόχρονα να απομακρύνεται από τον ρεαλισμό, την ευαγγελική παράδοση και τον Σαίξπηρ. Πεθαίνοντας στα 65 του χρόνια άφηνε πίσω του ένα έργο που θα σημάδευε ανεξίτηλα την πεζογραφία του 20ού αιώνα και όχι μόνο δεν έχει ξεπεραστεί αλλά και κανένας ως τώρα δεν κατάφερε να το μιμηθεί. Αυτός ο «μοναχικός λύκος», που έζησε μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας του, σε μια μικρή επαρχία της Πολιτείας του Μισσισιπή, δεν είχε ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, γνώρισε τη διασημότητα σε σχετικά μεγάλη ηλικία – και μάλιστα μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ το 1949 -, για πολλά χρόνια υπήρξε αλκοολικός και απέτυχε να σταδιοδρομήσει ως σεναριογράφος στο Χόλιγουντ. Υπήρξε απόλυτα αφοσιωμένος στο έργο του, γι’ αυτό και το μόνο που ήθελε να γράφει η επιτύμβια πλάκα στον τάφο του ήταν: «έγραψε βιβλία και πέθανε». Καθ’ όλη του τη ζωή κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Έδωσε ελάχιστες συνεντεύξεις, οι επιστολές του είναι στεγνές και αυστηρά επαγγελματικές, και όλη του τη φλόγα και το πάθος τα πέρασε στα βιβλία του. Αυτό το πάθος, η οργή, το θαρραλέο και διεισδυτικό κοίταγμα στα σκοτεινά τοπία της συνείδησης είναι έκδηλο σε όλα τα βιβλία του όπως και στο «Η Βουή και η Μανία», ο τίτλος του οποίου προέρχεται από την πέμπτη σκηνή στην πέμπτη πράξη του σαιξπηρικού Μακμπέθ. Ο ίδιος ο Φώκνερ είπε για το συγκεκριμένο βιβλίο πως γράφοντας το έμαθε να διαβάζει… Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»