Από videogame έγινε σειρά και οι φανς του The Last of Us παραδέχονται ότι ο κόσμος των βιντεοπαιχνιδιών είναι γεννημένος για να μεταφερθεί και στη μικρή οθόνη.
Αυτό το σκεπτικό ακολούθησε και το δίκτυο HBO το οποίο ανέθεσε στον Craig Mazin του Chernobyl και στον Neil Druckmann, δημιουργό των δύο επιτυχημένων παιχνιδιών της Naughty Dog, ώστε να μεταφέρουν τηλεοπτικά το πρώτο παιχνίδι που κυκλοφόρησε το 2013.
Το μετά-αποκαλυπτικό «περίβλημα» έχει φορεθεί αμέτρητες φορές στον τηλεοπτικό και κινηματογραφικό κόσμο. Η πεμπτουσία της δραματικής ιστορίας των ηρώων είναι αυτή, που όπως θα δούμε στη συνέχεια, διαφοροποιεί και ξεχωρίζει το The Last of Us (9 επεισόδια-55 λεπτά) από πολλές σειρές εκεί έξω.
20 χρόνια μετά δεν έχει καταφέρει ακόμη να ξεπεράσει το τραγικό αυτό συμβάν και λειτουργεί σαν λαθρέμπορος στην τεράστια κοινότητα της FEDRA, που «τρέχει» τα πράγματα. Η μόνη του συντροφιά είναι η συνάδελφος του, Tess (Anna Torv).
Σημείο-«κλειδί» στο να καταφέρει να επουλώσει τις πληγές του είναι η εμφάνιση ενός 14χρουνου κοριτσιού, της Ellie (Bella Ramsey). Οι Fireflies, μία αντιστασιακή ομάδα, με την αρχηγό τους, Marlene (Merle Dandridge) ζητάνε από τον Joel να παραδώσουν την Ellie σε ένα συγκεκριμένο σημείο των Fireflies (χωρίς κάποια συγκεκριμένη αιτιολογία) με αντάλλαγμα προμήθειες και προνόμια.
Κάπως έτσι θα ξεκινήσει ένα ταξίδι κατά μήκος των ΗΠΑ, στο οποίο ο Joel και η Ellie θα ζήσουν στιγμές που δεν είχαν σκεφτεί ποτέ πως θα ζήσουν, γεμάτες βία, αίμα, παγίδες και κινδύνους. Τόσο η απέθαντη απειλή (λιγότερο), όσο και η ανθρώπινη θα είναι αυτές που θα θέσουν τον πήχη της επικινδυνότητας του ταξιδιού στα ύψη. Την ίδια ώρα, εμπόδιο για την αποστολή τους θα αποτελέσει η βαθύτατη σχέση που θα αναπτύξουν, η οποία θα θέσει σε κίνδυνο την ιερή αποστολή τους.
Η άποψη του lordoftheseries.gr
Όπως είχα ξαναγράψει σε προηγούμενο review, η παρουσία τόσο του HBO, όσο και του Neil Druckmann, δείχνουν την ύπαρξη δύο στοιχείων που βοηθάνε στο «χτίσιμο» μίας πολύ καλής σειράς: της τεχνογνωσίας και της αγάπης. Το HBO που αποτελεί εγγύηση ποιότητας και τεχνογνωσίας και η αγάπη από τον άνθρωπο που φαντάστηκε όλον αυτόν τον κόσμο. ήταν τα δύο βασικά συστατικά υλικά που έθεσαν τις γερές βάσεις για το τηλεοπτικό The Last of Us.
Από’ κει και πέρα υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνδράμουν στην ποιοτική εξέλιξη της σειράς. Η αφήγηση είναι μοναδική, καθώς καταφέρνει να εντοπίσει και να μεταφέρει με τρόπο ξεχωριστό την ουσία της ιστορίας του παιχνιδιού. Την ίδια ώρα, η σκηνοθεσία είναι εκείνη που έρχεται να μας υπενθυμίσει πως βρισκόμαστε στον μετα-αποκαλυπτικό κόσμο, με τα πλάνα στα οποία η φύση έχει επιβληθεί του πολιτισμού.
Αυτό που δεν μπορεί να μετρηθεί με μία βαθμολογία είναι το feeling της σειράς, που έχει πιάσει το νόημα του παιχνιδιού και το μεταφέρει με τον τρόπο που πρέπει. Παράλληλα, ο σεβασμός και η αγάπη των δημιουργών στο πρωτογενές υλικό αλλά και η επιθυμία τους για ορισμένες πρωτότυπες προσθήκες/διαφοροποιήσεις δένουν με τρόπο άψογο. Μου άρεσε επίσης οι ενδιαφέρουσες 2-3 σκηνές που είδαμε σαν flashbacks, που μας έδωσαν ένα ευρύτερο πλάνο για το ξέσπασμα του ιού και θεωρώ πως θα μπορούσαν να υπάρξουν κι ‘άλλες τέτοιες.
Μέσα σε όλα αυτά έρχεται η μαγική μουσική του Gustavo Santaolalla, ο οποίος είχε αποδείξει με τις μουσικές του στα δύο videogames πως είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά αυτή. Αν και να πω την αλήθεια μου, δεν ένιωσα πως η μουσική εδώ άφησε το στίγμα που άφησε η μουσική στο παιχνίδι. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχάσουμε την τέλεια σκηνογραφία και γενικότερα το production design, που «ζωντανεύουν» πόλεις, κοινότητες, κατεστραμμένα τοπία, κλπ.
Κακά τα ψέματα όμως, χωρίς το πρωταγωνιστικό δίδυμο τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο. Η ομάδα του casting έκανε υπέροχη δουλειά αναθέτοντας στον Pedro Pascal να δώσει ζωή σε έναν άνθρωπο διαλυμένο ψυχικά, που βρίσκει κίνητρο στο νεαρό κορίτσι που δεν αργεί να θεωρήσει κόρη του, και στην Bella Ramsey, η οποία θεωρώ πως είχε ένα extra βαθμό δυσκολίας στην ερμηνεία της και το αποτέλεσμα που μας χάρισε ήταν απολαυστικό, λέγοντας σε όλους μας πως έχει κάνει το ρόλο δικό της. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω κάτι περισσότερο ως fan των games και ως τηλεθεατής.
Το δέσιμο που υπάρχει μεταξύ των δύο χαρακτήρων ήταν κάτι που είχε πετύχει το game στο 100%, τόσο λόγω της συνεχούς αλληλεπίδρασης τους, όσο και ορισμένων gameplay στοιχείων που στη σειρά δεν είναι εύκολο να υπάρξουν. Παρόλ’αυτά, η σύνδεση τους έρχεται πολύ ομαλά και απολύτως λογικά στη σειρά, καθώς κάθε επεισόδιο μέχρι να φτάσουμε στο 9ο προσφέρει μας παρουσιάζει διάφορα μικρά-μικρά κομμάτια που συνθέτουν τη σχέση Joel-Ellie.
Παράλληλα, οι ερμηνείες του υποστηρικτικού cast είναι πάντα εκεί για να μας θυμίσουν πως το υποκριτικό ταλέντο δεν περιορίζεται στο πρωταγωνιστικό δίδυμο. Επειδή η δομή της σειράς είναι τέτοια που συνέχεια προχωράμε από μία ιστορία στην άλλη, δεν καταφέραμε να δούμε τους υπόλοιπους ηθοποιούς για παραπάνω από 1-2 επεισόδια. Προσωπικά μου άρεσε πάρα πολύ η Anna Torv στο ρόλο της, όπως και ο Scott Shepherd, που είδαμε στο 8ο επεισόδιο.
Από την άλλη πλευρά, επειδή η σειρά δεν είναι τέλεια, έχει τα θεματάκια της που δεν τις επιτρέπουν να γίνει άψογη. Αρχικά, η σχεδόν ανυπαρξία του φόβου από την πλευρά των-υπέροχα “κουστουμαρισμένων”-απέθαντων δεν είναι κάτι θετικό κατ’εμέ. Σίγουρα, η κατεύθυνση των δημιουργών είναι προς το δραματικό κομμάτι της ιστορίας, τις ανθρώπινες δηλαδή σχέσεις και αλληλεπιδράσεις, και αυτό είναι απόλυτα λογικό και σεβαστό. Απλά, δεν νομίζω πως θα έβλαπτε λίγη παραπάνω “αξιοποίηση” των μολυσμένων, όπως και των ενδιαφέροντων στοιχείων γι’ αυτούς που μας “σύστησε” η σειρά. Βέβαια, μπορεί να είναι και θέμα budget.
Ακόμη ένα σημείο προβληματισμού για μένα είναι πως ο χρόνος των επεισοδίων θα μπορούσε άνετα να είναι μεγαλύτερος ή ακόμα καλύτερα τα επεισόδια να είναι 2-3 περισσότερα. Γενικότερα, υπάρχει μία αίσθηση βιασύνης. Ίσως το βασικότερο θέμα όμως να είναι το μέτριο pacing, δηλαδή η μέτρια αλληλουχία και σύνδεση μεταξύ των επεισοδίων, καθώς δεν υπάρχει μία άμεση ένωση των ξεχωριστών ιστοριών και πηγαίνουμε από το ένα σημείο στο άλλο προσπερνώντας τα ενδιάμεσα.
Κλείνοντας, νομίζω πως το HBO έχει πετύχει ήδη την καλύτερη τηλεοπτική μεταφορά παιχνιδιού, πράγμα που όπως φάνηκε στο παρελθόν δεν είναι εύκολο. Το The Last of Us χαρίζει στιγμές απόλαυσης αλλά και δράματος τόσο για τους fans των παιχνιδιών, όσο και για τους νέους φίλους της σειράς. Αυτό δεν σημαίνει πως απουσιάζουν τα μικρό-θέματα που αν είχαν αποφευχθεί η σειρά θα άγγιζε το τέλειο.