Όλα ξεκίνησαν πριν μερικά χρόνια από ένα βιβλίο. Όμως ούτε ο διάσημος βρετανός μουσικοκριτικός Ντέιβιντ Χέπγουορθ θα περίμενε ότι το εξαιρετικό ανάγνωσμα «Never a Dull Moment: 1971, the Year That Rock Exploded» (Ούτε μια βαρετή στιγμή: 1971, η χρονιά που απογειώθηκε η ροκ μουσική) θα αποτελούσε την βάση για μια εξαιρετική νέα σειρά από την πλατφόρμα της Apple TV+ για την οποία μιλάει εδώ και μερικές ημέρες όλος ο κόσμος -μουσικοφιλικός και μη – και όχι μόνο επειδή λειτουργεί ως οπτικοακουστική υπόμνηση του ακριβώς μισού αιώνα που έχει μεσολαβήσει έκτοτε.
Στα οκτώ ωριαία επεισόδια του μουσικού ντοκιμαντέρ (που ξεκίνησε να προβάλλεται στις 21 Μαΐου) ο εξαιρετικός βρετανός σκηνοθέτης Ασίφ Καπάντια, «μπαρουτοκαπνισμένος» και έμπειρος από τα εξαιρετικά του ντοκιμαντέρ «Amy», «Diego Maradona», «Oasis: Supersonic» και «Senna», παραδίδει μαθήματα κινηματογραφικής οικονομίας, καταφέρνοντας (γιατί περί κατορθώματος πρόκειται) να χωρέσει μέσα σε 8 ώρες όλα όσα, μουσικά και μη, συνέβησαν μέσα σε 365 ημερολογιακές ημέρες, από τα άλμπουμ και τα τραγούδια που κυκλοφόρησαν μέσα σε αυτήν την αρχετυπική περίοδο της αντικουλτούρας μέχρι τα γεγονότα της πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής της εποχής εκείνης, όπως τον πόλεμο του Βιετνάμ, το σκάνδαλο Γουότεργκέιτ και τον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Πάντως, θέλοντας και μη, το 1971 είναι όντως μια κομβική χρονιά για την μουσική. Ας δούμε για αρχή τα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν: Sticky Fingers από Rolling Stones, Hunky Dory από Ντέιβιντ Μπόουι, το IV των Led Zeppelin, Imagine από Τζον Λένον, Tapestry από την Κάρολ Κινγκ, το εμβληματικό Who’s Next των Who και πολλά ακόμη συγκαταλέγονται μέχρι σήμερα ανάμεσα στα καλύτερα όλων των εποχών.
Το πιο σημαντικό όλων, κατά τον Καπάντια, είναι το ότι το 1971 ουσιαστικά αποτέλεσε το απότομο ξύπνημα της Γενιάς των Λουλουδιών από την ’60s flower power «μαστούρα» τους στην βίαιη πραγματικότητα των απολιτικών ’70s.
Ο πρώτος που το κατάλαβε αυτό ήταν ο Μάρβιν Γκέι, που παρέδωσε το What’s Going On, έναν ουσιαστικά concept δίσκο με θέμα τα πάσης φύσεως προβλήματα της «μαύρης» Αμερικής.
Το κάθε επεισόδιο καταπιάνεται με 2 ή το πολύ 3 καλλιτέχνες και μπάντες που διέπρεψαν εκείνη την χρονιά.
Ίσως το κεντρικότερο πρόσωπο του 1971 είναι ο Ντέιβιντ Μπάουι, λίγους μήνες πριν από απλός Ντέιβιντ γίνει ο Μπάουι που θαυμάσαμε.
Την ίδια χρονιά οι Rolling Stones, μετά το «Sticky Fingers», ηχογράφησαν στη Γαλλία το τελευταίο πραγματικά σπουδαίο άλμπουμ τους, το «Exile on Main Street», ενώ ξεπήδησαν και μερικοί singers-songwriters που θα άφηναν την σφραγίδα τους μέσα στα επόμενα χρόνια, όπως ο Κατ Στίβενς, η Κάρολ Κινγκ, ο Ελτον Τζον και η Τζόνι Μίτσελ.
Από κοντά ήταν και η μαύρη μουσική, τόσο η funk όσο και η soul, με κυριότερους εκπροσώπους τον Σλάι Στόουν και τον Κέρτις Μέιφιλντ και τους Στίβι Γουόντερ και Τζιλ Σκότ-Χίρον να ακολουθούν.
Και ο Τζορτζ Χάρισον των Beatles ήταν αυτός που, πρώτος απ’ όλους, κινητοποιήθηκε για την τραγωδία στο Μπανγκλαντές, διοργανώνοντας το πρώτο φιλανθρωπικό event με επίκεντρο την μουσική, το Concert For Bangladesh.
Σύμμαχος του Καπάντια αποδεικνύεται το εξαιρετικό αρχειακό υλικό που έχει στα χέρια του.
Πλάνα αρχείου δείχνουν διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ στο ντοκιμαντέρ εμφανίζονται επίσης η μαύρη ακτιβίστρια Αντζελα Ντέιβις και ο Τζέιμς Μπόλντγουιν.
«Αν καταφέρνουμε να φτάσουμε ως εδώ, μπορούμε να πάμε ακόμη παραπέρα» λέει μάλιστα στο τρέιλερ ο σπουδαίος συγγραφέας.
Ο θεατής βλέπει επίσης εκπληκτικές σκηνές από τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τις διαδηλώσεις κατά του πολέμου, τους Μαύρους Πάνθηρες, τον αγώνα πυγμαχίας του Μοχάμεντ Αλι με τον Τζο Φρέιζιερ, τον Ρίτσαρντ Νίξον με τον Χένρι Κίσινγκερ στον Λευκό Οίκο ή τη δίκη του Τσαρλς Μάνσον.
Και όλα αυτά, συνοδεία μερικών εκ των σημαντικότερων «ύμνων» και τραγουδιών όλης της ποπ και ροκ μουσικής.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι το ντοκιμαντέρ δεν έχει τα δικά του προβλήματα: λόγου χάρη, πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες, λόγω έλλειψης χρόνου, αναφέρονται απλά… ως ιστορική υποσημείωση, προκαλώντας πραγματικό πονοκέφαλο τόσο στον Καπάντια, όσο και στον υπεύθυνο του μοντάζ. Ή το ότι (όπως παραπονέθηκαν κάποιοι), το βάρος πέφτει κυρίως στα περιρρέοντα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα και όχι τόσο στη μουσική αυτή καθαυτή.
Η ουσία πάντως παραμένει μια: το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ φτάνει σε ένα σημαντικό συμπέρασμα για το οποίο σχεδόν κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει: ότι εκτός του ότι άλλαξε το πρόσωπο της ποπ κουλτούρας προς το καλύτερο και συναρπαστικότερο, επίσης αποτέλεσε… τον μουσικό Ρουβίκωνα για πολλούς καλλιτέχνες και μπάντες της εποχής εκείνης.
«Η σειρά υποστηρίζει ότι οι διασημότεροι μουσικοί της εποχής ανήκαν σε μια από τις δυο αυτές κατηγορίες: είτε “κάηκαν” από την υπερέκθεση και τα ναρκωτικά, είτε είδαν το μέλλον και δεν ξανακοίταξαν ποτέ πίσω τους», αναφέρει σε εκτενές του αφιέρωμα το Vulture.
Και τι άλλο μένει, ασφαλώς; Μα, η ίδια η μουσική και μερικές εξαιρετικές ατάκες-σταθμός, όπως αυτή του κιθαρίστα των Who, Πιτ Τάουνσεντ, ο οποίος δηλώνει ευθαρσώς το 1971 (και στην πορεία δικαιώνεται) ότι «το μέλλον της μουσικής δεν είναι οι κιθάρες, αλλά η ηλεκτρονική μουσική».
«Η μουσική της σειράς είναι φανταστική και ο κάθε οπαδός της μουσικής θα νιώσει ευτυχής βλέποντάς την. Εμείς, από την πλευρά μας, να ευχηθούμε καλή τύχη στους μελλοντικούς κινηματογραφιστές που θα θελήσουν να πουν την ιστορία της δικής μας εποχής με μουσική υπόκρουση τα τραγούδια των Dua Lipa και Χάρι Στάιλς», καταλήγει με νόημα (και με μια δόση λεπτής ειρωνείας) ο Πίτερ Ασπντεν στους FT.