Η «άγρυπνη» κάμερα – ελικοπτεράκι, που χτες το βράδυ τραβούσε πανοραμικά πλάνα της συναυλίας του Μanu Chao και των La Ventura στη Θεσσαλονίκη, με φόντο τους τεράστιους γερανούς του λιμανιού και ένα μοναδικό ηλιοβασίλεμα στον Θερμαϊκό, αποτύπωσε εικόνες και ήχους ενός χώρου σε ενιαίο παλμό: μια διαρκώς κινούμενη λαοθάλασσα, 40.000 έως 45.000 ατόμων κάθε ηλικίας -από πιτσιρίκια πέντε ετών στους ώμους των γονιών τους μέχρι «παππούδες» και «γιαγιάδες» της ροκ- να σηκώνουν χέρια και φωνές, ακολουθώντας τα κύματα του ήχου.
Το ιπτάμενο ρομποτάκι κατέγραψε επίσης τύμπανα και λάβαρα. Χρωματιστά καπνογόνα και πυροτεχνήματα (έστω μόνο… ένα πυροτέχνημα). Εκατοντάδες ανθρώπους να τραγουδούν ή ακόμη και να χορεύουν σκαρφαλωμένοι σε κάθε διαθέσιμη επιφάνεια, είτε αυτή ήταν οροφή καντίνας είτε οροφή χημικής …τουαλέτας.
Σύντομες ομιλίες για την εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική, την ιδιωτικοποίηση της Εταιρείας Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ), τις φυλακές, τους Ζαπατίστας και τον ρατσισμό.
Άλλωστε, ο 53χρονος σήμερα Τσάο είναι και ο ίδιος ακτιβιστής και υπήρξε μετανάστης (Clandestino), δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τη συναυλία του στη Θεσσαλονίκη ομιλίες σαν αυτές.
Τα τραγούδια του «μιλούν» σε διάφορες γλώσσες: ισπανικά, αραβικά, γαλλικά και αγγλικά. Ο ίδιος μίλησε και ελληνικά χτες. Έστω λίγες λέξεις: «Ευχαριστώ Θεσσαλονίκη», ξανά και ξανά. Έμεινε επί σκηνής από τις 9.45 το βράδυ περίπου μέχρι μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Σε διαρκή παλμό και συνεχή κίνηση, ξεσήκωσε το κοινό του, κινούμενος ανάμεσα σε δύο μεγάλες γιγαντοοθόνες, στα δεξιά και αριστερά της σκηνής, που πρόβαλαν είτε εικόνες του ιδίου και του κοινού είτε σύντομα βιντεάκια «στο πνεύμα του Τσάο».
Άλλοτε διασκευάζοντας με …αυθόρμητη δημιουργικότητα δημοφιλή τραγούδια του, σε σημείο που ακούγονταν σχεδόν καινούργια, και άλλοτε «απογειώνοντας» γνωστές επιτυχίες του, όπως το καταπληκτικό «Mala Vida», που έγινε ευρύτερα γνωστό από τους Mano Negra, ο Manu Chao κέρδισε με το σπαθί του τον τίτλο του καλλιτέχνη που ενορχήστρωσε ένα απ΄ τα σημαντικότερα μουσικά γεγονότα του φετινού καλοκαιριού στη Θεσσαλονίκη. Κατά πολλούς το σημαντικότερο, παρότι μία ημέρα πριν, στην ίδια σκηνή βρισκόταν ο μεγάλος Μπομπ Ντίλαν.
Στο κοινό, άνθρωποι από διάφορες πόλεις και χώρες, ενωμένοι μπροστά στους ίδιους στίχους και τις ίδιες νότες. Άλλωστε, πολλές πτήσεις από Αθήνα κατέφθασαν γεμάτες με φίλους του καλλιτέχνη -ντυμένους ήδη από το αεροπλάνο με μπλουζάκια που έγραφαν Manu Chao και La Ventura- ενώ πολλοί από τους συμμετέχοντες στη συναυλία μιλούσαν άλλες γλώσσες, αγγλικά, γερμανικά, ρωσικά, σέρβικα…
Αρκετές φορές, δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι η συναυλία οδεύει προς το τέλος της. Μόνο και μόνο για να διαψευστούν οι προβλέψεις από τον ακούραστο καλλιτέχνη και το ενθουσιώδες συγκρότημά του, που δεν έλεγαν να εγκαταλείψουν τη σκηνή -ούτε να σταματήσουν να χορεύουν. Όταν τελικά η συναυλία τελείωσε, οι θεατές έφευγαν από τον χώρο χορεύοντας και τραγουδώντας -θαρρείς και το γεμάτο μουσική και χορό τρίωρο δεν ήταν αρκετό.
Στα «μείον» της βραδιάς, εκτός από το εξαιρετικά δυσάρεστο γεγονός των επεισοδίων, με τον τραυματισμό ενός 40χρονου, στα «μετόπισθεν» του συναυλιακού χώρου περιλαμβάνονταν οι τεράστιες ουρές τόσο για την είσοδο, όσο και για την έξοδο από τον συναυλιακό χώρο (στις 8.30 το βράδυ, ενώ ήδη έπαιζαν τα υποστηρικτικά -support- μουσικά σχήματα, χρειαζόταν κάποιος περίπου μισή ώρα με 45 λεπτά για να περάσει τον έλεγχο των εισιτηρίων, ενώ τεράστια ήταν η ουρά και για την έξοδο από τον συναυλιακό χώρο).
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, εξαιρετικά άσχημη ήταν η εικόνα που έδιναν οι στοίβες από σκουπίδια -κυρίως πλαστικά μπουκάλια- τόσο στην είσοδο του συναυλιακού χώρου, όσο και εντός του, σε βαθμό που σε πολλά σημεία χρειαζόταν να βαδίσει κάποιος υποχρεωτικά πάνω σε αυτά για να περάσει.
Γύρω από τον συναυλιακό χώρο, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από καντίνες για να χορτάσουν τους πεινασμένους -από τον τρίωρο χορό- συμμετέχοντες στη συναυλία, ενώ ήδη από τις 4 το απόγευμα, ο χώρος έξω από το λιμάνι είχε γεμίσει με πάγκους που πουλούσαν μπλουζάκια και άλλα αναμνηστικά. Τη σκηνή «ζέσταναν» από τις 6.30 το απόγευμα και μέχρι την εμφάνιση των La Ventura οι Active Member, Baildsa και DJ Spery.
Από τη reggae στο punk και από τη rock σε ethnic φόρμες η μουσική του Manu Chao είναι ένα χωνευτήρι πολιτισμών και μουσικών ειδών, με τη χαρακτηριστική φωνή του να συμπαρασύρει κάθε θεατή.
Κατά ορισμένους, κάθε του ζωντανή εμφάνιση μπορεί να χαρακτηριστεί ως εμπειρία ζωής. Οι συζητήσεις του κοινού μετά το τέλος της συναυλίας μάλλον τους δικαιώνουν… ‘Η όπως φώναζε ξανά και ξανά ένας νεαρός έξω από τον συναυλιακό χώρο, «Me gustas Manu»!
(φωτογραφία αρχείου)