«Οι εικόνες που βλέπουμε ανατρέπουν την αριστοτελική διαδοχή των γεγονότων και αλλάζουν την ίδια τη συνείδηση. Όταν σκεπτόμαστε κάτι, σκεπτόμαστε συνήθως το πριν και το μετά, αλλά την ίδια στιγμή, αν κοιτάξουμε έξω από το παράθυρο, μια αιφνίδια εικόνα είναι ικανή να ανατρέψει αυτή τη διαδοχή. Ο βίος έτσι γίνεται κολάζ, γιατί η ζωή η ίδια δεν είναι παρά ένα cut-up»… σημείωνε ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ, αυτή η εμβληματική προσωπικότητα του 20ου αιώνα, αυτός ο επαναστάτης, συγγραφέας, καλλιτέχνης και εξαίρετος, από πεποίθηση, παρατηρητής για τα ταξίδι που τόσο του άρεσε να κάνει. Και κάπως έτσι με την προσωπικότητα, την τέχνη και τον τρόπο που αντιμετώπισε τη ζωή, κατάφερε να επηρεάσει τους πάντες και τα πάντα. Ανέτρεψε τα δεδομένα ανακάτεψε εκ νέου την τράπουλα και επινόησε τους κανόνες για το γράψιμο, την εικαστική έκφραση, τον κινηματογράφο μέχρι και το ροκ. Εν έτει 1954, ο γαλανομάτης συγγραφέας θα γράψει σε χειρόγραφό του: «Πρέπει να τρομάξετε, να παγώσετε από τον τρόμο, αν θέλετε να συνεχίσετε να λέγεστε άνθρωποι». Αυτή η φράση θα αποτελούσε ένα μικρό δείγμα από το πρώτο σχέδιο του «Γυμνού γεύματος», με τίτλο «Interzone». Την εποχή εκείνη ο Μπάροουζ βρίσκεται στην Ταγγέρη, εθισμένος στην ηρωίνη, σε κατάσταση πλήρους παρακμής. Τα ναρκωτικά, η αμφισεξουαλικότητα κι η παρακμή όμως είναι δεδομένα με τα οποία θα φλερτάρει σε όλη του τη ζωή. (Ένα ακόμα γεγονός που θα χαρακτηρίζει την ιστορία του είναι ότι θα δολοφονήσει τη σύζυγό του, Τζόαν Βόλμερ Ανταμς, με τρόπο ικανό να μετατρέψει την ιστορία σε ιλαροτραγωδία με μακάβριο αποτέλεσμα). Θα συνεχίσει να επεξεργάζεται το ετερόκλητο, πολυσχιδές υλικό του Γυμνού Γεύματος αφότου νοσηλευτεί σε ειδική κλινική αποτοξίνωσης του Λονδίνου, το 1956. Μια χρονιά αργότερα, και μέσα σε 2 μήνες, το μυθιστόρημα θα καθαρογραφεί από τον ίδιο, τον Γκίνσμπεργκ και τον Κέρουακ, ο τελευταίος του θα του δώσει μάλιστα και τον οριστικό του τίτλο: «Γυμνό γεύμα… Εκείνη η παγωμένη στιγμή που σταματάς για να κοιτάξεις τι βρίσκεται στην άκρη του πιρουνιού σου». Λειτουργώντας σαν ένα «όργανο καταγραφής», ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής Ουίλιαμ Λι δραπετεύει από τη Νέα Υόρκη και καταλήγει στην Ταγγέρη, στην κολασμένη «Διαζώνη» των παραισθήσεων, των ουσιών, και του ομοφυλόφιλου, οργιώδους σεξ μεταφέροντας μας σε έναν εφιαλτικό κόσμο, ο οποίος συντίθεται από μια σειρά σουρεαλιστικών κολάζ χωρίς καμία (σχεδόν) γραμμική αφήγηση. Από το παροξυσμικό όργιο ενός άρρωστου νου εγκλωβισμένου σε ένα κορμί που αποζητά με μανία την ηδονή και τον πόνο σε ίσες δόσεις στο ζοφερό όραμα ενός κόσμου κυριαρχημένου από υποχθόνιες δυνάμεις και αόρατους μηχανισμούς καταπίεσης του ατόμου και των ελευθεριών του, ο συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει με μνημειώδη τρόπο ακραίες ψυχικές καταστάσεις. Αλλόκοτες και εφιαλτικές σκηνές εκτυλίσσονται ακαριαία, σαν φευγαλέες ματιές σε κάποια εξωτική και παρακμιακή πόλη. Απαιτείται χρόνος μέχρι να αντιληφθούμε πως αυτή η παράξενη πόλη είναι η ίδια στην οποία ζούμε και διάγουμε τον κανονικό μας βίο. Αν και εκ πρώτης όψης το Γυμνό Γεύμα κυριαρχείται από δύο άμεσα συνδεδεμένα θέματα, τα ναρκωτικά και την ομοφυλοφιλία, για τα οποία ο Μπάροουζ είναι αφειδώς ειλικρινής, εικόνες όπως το χάραμα στο υπόγειο, τα φτηνά ξενοδοχεία, το μούδιασμα καθώς περιμένεις το επόμενο φιξάκι και η μελαγχολική αναζήτηση για μια άπιαστη σεξουαλική ευτυχία, περιγράφουν τον κόσμο τον οποίο περιδιάβαινε ο Μπάροουζ τη δεκαετία του 1950 στη Νέα Υόρκη, στο Μεξικό και στην Ταγγέρη. Τα ναρκωτικά είναι το απόλυτο εμπόρευμα, έχει γράψει ο Μπάροουζ, αντιμετωπίζοντας τον εθισμό ως τμήμα μιας παγκόσμιας συνωμοσίας των ιθυνόντων δυνάμεων του κόσμου μας -των κοινοπραξιών των ΜΜΕ, της απέραντης πολιτικής και οικονομικής γραφειοκρατίας, και της ιατρικής επιστήμης που δρα με γνώμονα το κέρδος- και οι οποίες είναι αποφασισμένες να μας μετατρέψουν όλους σε απόλυτα εξαρτημένα άτομα, προκαλώντας μας ταυτόχρονα αμηχανία με την ψευδαίσθηση του παραβατικού σεξ. Μέσα από την τολμηρή κατάβαση στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης ασκεί μια σκληρή κριτική στη δυτική και κυρίως την αμερικάνικη κουλτούρα του μεταφυσικού συντηρητισμού, της βίας, του σεξισμού, της πολιτικής διαφθοράς. Ταυτόχρονα όμως εκφράζει κι ένα αίτημα για εξέγερση ενάντια στην ίδια την πραγματικότητα, την πραγματικότητα της γλώσσας και των λέξεων, τη «στημένη» πραγματικότητα των στούντιο, μέσα από την οποία πλάθονται συνειδήσεις και καλουπώνεται η δημιουργική, ανατρεπτική σκέψη. Μέσα από τους εξωφρενικούς μονολόγους, τις λεγόμενες «ρουτίνες» -τις συναντάμε ήδη και στα δύο πρώτα του βιβλία το «Junky» και το «Αδελφή» – τον οίστρο του προικισμένου αφηγητή, αλλά και τη βαθύτητα της σκέψης του άκρως διεισδυτικού συγγραφέα, ο Μπάροουζ μας προσφέρει ένα καταπληκτικό «θέατρο ωμότητας» που στοχεύει στην αφύπνιση της συνείδησης του αναγνώστη. Το «Γυμνό γεύμα» μετατρέπεται σε ένα από σημαίνοντα κείμενα της αμερικανική λογοτεχνίας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα και αγγίζει μυθικές διαστάσεις. Ο Μπάροουζ συνθέτει μια μυθιστορία και συνάμα μια κοινωνιολογική έρευνα, πραγματοποιεί γλωσσολογικές καταβυθίσεις στο χάος, τολμηρές διαγνώσεις, ψύχραιμες καταγραφές ασύλληπτων εμπειριών. Με τη μέθοδο του cut-up και του fold-in, καταφέρνει να διεισδύσει στο οργιαστικό κενό του 20ού αιώνα, να διαβεί τις ναρκοθετημένες ζώνες του, να χαρτογραφήσει τις ανεξερεύνητες περιοχές του. Με την πάροδο των χρόνων ό,τι έχει να κάνει με το βιβλίο περιβάλλεται την αχλύ του μύθου: ο συγγραφέας του, ο τίτλος του, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε, οι διαφορετικές εκδοχές του, το σκανδαλώδες περιεχόμενό του. Και φυσικά οι δικαστικές μάχες στις οποίες ενεπλάκη. Πρώτος ο Γάλλος εκδότης Ζαν Γιροντιάς τολμά το 1959 να εκδώσει το βιβλίο σε 10.000 αντίτυπα, ενώ περνούν τρία χρόνια (1962) για να εκδοθεί στην Αμερική. Εκεί όμως παρά τις 8.000 πωλήσεις, οι υπεύθυνοι του εκδοτικού οίκου Grove Press συλλαμβάνονται και όσα αντίτυπα έχουν απομείνει κατάσχονται από τις Αρχές. Τρία χρόνια αργότερα ξεκινά η περίφημη δίκη του «Γυμνού γεύματος». Ανάμεσα στους μάρτυρες υπεράσπισης ο Νόρμαν Μέιλερ. Στις 7 Ιουλίου 1966, το Ανώτατο Δικαστήριο της Μασαχουσέτης παίρνει μια ιστορική απόφαση επιτρέποντας την κυκλοφορία του. Το «Γυμνό Γεύμα» γίνεται το τελευταίο βιβλίο που διώχθηκε δικαστικά στις ΗΠΑ για το «άσεμνο» περιεχόμενό του. Μαζί με το «Στο δρόμο» του Κέρουακ και το «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ αποτελεί το «κλασικό τρίο» της μπιτ λογοτεχνίας. Σαράντα και πλέον χρόνια μετά την έκδοσή του, το «Γυμνό γεύμα» συνεχίζει να γοητεύει όπως και η προσωπικότητα του συγγραφέα του. Ο ρηξικέλευθος πεζογράφος, αλλά και εξαίρετος ζωγράφος και φωτογράφος, ο ανατροπέας, ο αναρχικός, ο ιδιοφυής – όπως και αν τον ονομάσει κανείς – απεχθανόταν την κοινοτοπία, τη διπλοπροσωπία και τον κομφορμισμό. Δημιουργούσε φακέλους για όλους τους χαρακτήρες των βιβλίων του, στα πρότυπα των φακέλων της αστυνομίας, όπως έλεγε χλευαστικά. Πίστευε στη συνεργασία της επιστήμης με τη δημιουργική φαντασία και ισχυριζόταν ότι στο μέλλον οι επιστήμονες θα έπρεπε να είναι πιο δημιουργικοί και οι δημιουργοί καλύτερα καταρτισμένοι επιστημονικά. Προτιμούσε πάντοτε να ταξιδεύει είτε με πλοίο είτε με τρένο, πρωτίστως για να μπορεί να αντλεί εικόνες. «Αν κατά τη διάρκεια μιας πτήσης σπάσει ένα φτερό, θα στραφώ γύρω μου να δω με ποιον θα πεθάνω παρέα» έλεγε με το σαρκαστικό χιούμορ του για το αεροπλάνο που απεχθανόταν. Σε μία από τις παλαιότερες συνεντεύξεις του είχε δηλώσει: «… Οι πολιτικές συγκρούσεις είναι απλώς επιφανειακές εκδηλώσεις. Οταν προκύπτουν αυτές οι συγκρούσεις συγκεκριμένες δυνάμεις τις συντηρούν και τις διαχειρίζονται ελπίζοντας να επωφεληθούν απ’ αυτήν την κατάσταση. Αν ασχοληθείς με όλες αυτές τις επιφανειακές πολιτικές διαμάχες θα κάνεις το λάθος που κάνει και ο ταύρος μέσα στην αρένα, θα κυνηγάς το κόκκινο πανί… -Ποιος χειρίζεται το πανί; -Ο θάνατος. -Τι είναι ο θάνατος; -Ο θάνατος είναι ένα τέχνασμα. Είναι το τέχνασμα του θανάτου της γέννησης μέσα στον χρόνο…». Το 1991 ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ πραγματοποιεί μια παλιά του επιθυμία: να μεταφέρει το βιβλίο στον κινηματογράφο. Στόχος υπερφιλόδοξος, όπως αποδείχτηκε. O Καναδός σκηνοθέτης ανατρέχει και σε άλλα βιβλία του Μπάροουζ (όπως τον «Εξολοθρευτή») για να φτιάξει ένα σενάριο που να «στέκει». Παρά τη γοητευτικά νοσηρή ατμόσφαιρα (και την εξαιρετική μουσική επένδυση του Χάουαρντ Σορ, με το εκπληκτικό σαξόφωνο του Ορνέτ Κόλμαν), το αποτέλεσμα είναι μάλλον κατώτερο του αναμενομένου… Το 2001 το περιοδικό Time περιέλαβε το Γυμνό γεύμα στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στην αγγλική γλώσσα από το 1923. Σήμερα αν κάποιος τυχερός έχει αντίτυπο της πρώτης έκδοσης του «Γυμνού γεύματος», που κυκλοφόρησε το 1959 στο Παρίσι από τον βραχύβιο και σχεδόν λαθρόβιο οίκο Olympia Press, αυτό αξίζει πάνω από 20.000 δολάρια. Όπως γράφει κι ο αριστοτέχνης της new wave επιστημονικής φαντασίας J.G. Ballard στην παρουσίαση της νέας έκδοσης : «Το Γυμνό Γεύμα είναι μια πανδαισία που δεν πρόκειται να ξεχάσετε. Αυτό το καταπληκτικό μυθιστόρημα είναι μια σατιρική αποκάλυψη, μια βόλτα με τρενάκι του τρόμου στην κόλαση, ένα σαφάρι με πρωταγωνιστές τους πιο παράξενους ανθρώπους του πιο παράξενου πλανήτη, εμάς»… Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»