«Κάποιος θα πρέπει να συκοφάντησε τον Γιόζεφ Κ., γιατί χωρίς να έχει κάνει τίποτα κακό, ένα ωραίο πρωί συνελήφθη. Η μαγείρισσα της σπιτονοικοκυράς του, που πάντα έφερνε το πρωινό στις οκτώ, στην προκειμένη περίπτωση δεν εμφανίστηκε. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί. Ο Κ. περίμενε λίγο ακόμα παρακολουθώντας από το μαξιλάρι του τη γριά απέναντι που έμοιαζε να τον κοιτάζει με περιέργεια, ακόμα και γι’ αυτή ασυνήθιστη, αλλά μετά παραξενεμένος και συγχρόνως πεινασμένος, χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα και μπήκε κάποιος άντρας που ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί στο σπίτι. Ήταν λεπτός και συγχρόνως γεροδεμένος[…]» Ο Γιόζεφ Κ., είναι ένα άτομο μοναχικό. Δεν ζει όμως στο περιθώριο της κοινωνίας, αντίθετα κατέχει μια διακριτή θέση, είναι τραπεζικός υπάλληλος. Ένα πρωί συλλαμβάνεται για ένα έγκλημα που αγνοεί και για το οποίο δεν πρόκειται να μάθει ποτέ τίποτα. Αρχικά όλα διαδραματίζονται με μάλλον κωμική διάθεση. Όταν οι δύο εντελώς συνηθισμένοι κύριοι εμφανίζονται στο σπίτι του Κ. ο οποίος βρίσκεται ακόμα στο κρεβάτι του, του ανακοινώνουν πως είναι κατηγορούμενος για μια υπόθεση, η διαλεύκανση της οποίας αναμένεται να διαρκέσει πάρα πολύ καιρό. Η όλη κατάσταση φαντάζει εκτός από παράλογη και αστεία (όταν ο Κάφκα ανέγνωσε το κεφάλαιο αυτό για πρώτη φορά στους φίλους του, λέγεται πως όλοι γέλασαν. Ο Γιόζεφ θεωρεί πως πολύ εύκολα θα αποδείξει την αθωότητά του, αλλά γρήγορα εμπλέκεται σε μια δίκη που διεξάγεται από μια ενοχλητική δικαιοσύνη την οποία αντιπροσωπεύουν κατώτεροι λειτουργοί. «Ελάτε κύριοι, φώναξε ο Κ. που του φάνηκε προς στιγμήν σαν να ήταν για όλους τους ο υπεύθυνος. Αν κρίνω από το βλέμμα σας φαίνεται ότι η υπόθεσή μου τακτοποιήθηκε. Κατά την γνώμη μου είναι καλύτερο τώρα να μην σκοτιστούμε καθόλου για το νόμιμο ή το παράνομο της διαγωγής σας και να τακτοποιήσουμε το ζήτημα φιλικά, σφίγγοντας τα χέρια. Αν έχετε την ίδια γνώμη τότε λοιπόν… Λέγοντας αυτά πλησίασε το τραπεζάκι του επιθεωρητή[…] -Πόσο απλά σας φαίνονται όλα! είπε στον Κ. Πιστεύετε ότι θα τακτοποιήσουμε το ζήτημα φιλικά, έτσι; Όχι όχι αυτό δεν γίνεται. Από την άλλη πάλι δεν θέλω να πω ότι πρέπει να εγκαταλείψετε κάθε ελπίδα. Άλλωστε γιατί; Απλώς συλληφθήκατε, τίποτε άλλο. Μου δόθηκε εντολή να σας το γνωστοποιήσω. Το έκανα και παρακολούθησα τις αντιδράσεις σας. Αρκούν για σήμερα και μπορούμε να αποχαιρετιστούμε αν και προσωρινά μόνο, βέβαια. Φαντάζομαι θα πάτε τώρα στην τράπεζα. […]» Ο κόσμος του αδιέξοδου και του παράλογου στον οποίο βυθίζεται ο ήρωας τον αφοπλίζει σταδιακά στερώντας του κάθε βεβαιότητα και τον οδηγεί σε μια ακατανόητη διαδικασία μιας δίκης που δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. «Ο Κ. ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς ότι την επόμενη Κυριακή γινόταν μια σύντομη ανάκριση για την υπόθεσή του. Του επέστησαν την προσοχή στο γεγονός ότι οι ανακρίσεις αυτές θα ακολουθούσαν η μια την άλλη, τακτικά, ίσως όχι κάθε εβδομάδα, αλλά όσο περνούσε ο καιρός θα γίνονταν διαρκώς συχνότερες[…]» Η δίκη του Κάφκα δεν είναι απλώς για μια αλληγορία με θέμα την αδυναμία του ατόμου απέναντι στο Νόμο, στη γραφειοκρατία, στην εξουσία ή στο δαιδαλώδες αυτό ανθρώπινο κατασκεύασμα που λέγεται Δικαιοσύνη. «Παραμονή βράδυ της τριακοστής πρώτης επετείου των γενεθλίων του Κ. – κόντευε εννιά, ώρα που μα σιγαλιά πέφτει στους δρόμους – δύο άγνωστοι ήρθαν στο σπίτι του. […] ακριβώς έξω από την εξώπορτα τον έπιασαν με έναν τρόπο που δεν το είχε δει ή υποστεί άλλη φορά. Κόλλησαν τους ώμους τους πίσω από τους δικούς του και αντί να λυγίσουν τους αγκώνες τους , έπλεξαν τα χέρια τους στα δικά του σ’ όλο τους το μάκρος και του έπιασαν τις παλάμες με μια μεθοδική πρακτική ακαταμάχητη λαβή. […] Το μόνο που μπορώ πια να διατηρήσω το πνεύμα μου ήρεμο και ξύπνιο μέχρι το τέλος. Πάντοτε ήθελα να γαντζωθώ από τον κόσμο με είκοσι χέρια, και όχι για κάποιον πολύ αξιέπαινο λόγο. Λάθος[…]». Στον ρεαλιστικό τρόπο του Κάφκα, η συνείδηση του ήρωα διαμορφώνεται και μεταλλάσσεται βήμα- βήμα, καθώς βιώνει το παράλογο, το ανεξήγητο, το ονειρικό. Ο ήρωας βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξεδιπλώνει τον εσώτερό του εαυτό και τη στάση του απέναντι στα γεγονότα που τον υπερβαίνουν. Σαν θεατής σε έναν εφιάλτη που την ώρα που τον παρακολουθεί έχει την ικανότητα να τον αποδίδει με ακρίβεια, παραθέτοντας παράλληλα την σκέψη του, την κατάπληξή του, τα μύχια συναισθήματά του. Η φιλοσοφική στάση απέναντι στο ακατανόητο, η αίσθηση της σάτιρας, οι διακυμάνσεις μιας κατάπληκτης συνείδησης μπροστά στο βάρος μιας υπερ- πραγματικότητας, αναμειγμένα με άδεια δωμάτια, αίθουσες ανακρίσεων, μυστικές πόρτες και πρόσωπα θεατρικά(όπως ο κατάκοιτος δικηγόρος), συνιστούν μια άρτια κριτική του συστήματος και μια πάλη με το αδύνατο και το πεπρωμένο. Στη Δίκη, ο Κάφκα, εξετάζει τους μυθιστορηματικούς του χαρακτήρες με έναν εντελώς ιδιόμορφο τρόπο: δεν λέει ούτε μια λέξη για το φυσικό παρουσιαστικό του Κ, τίποτα για τη ζωή του πριν τα γεγονότα που διαδραματίζονται στο μυθιστόρημα. Δεν μαθαίνουμε ποτέ το επίθετό του πέραν του πρώτου γράμματός του. Αντιθέτως όμως, από την πρώτη παράγραφο της αφήγησής του ως την τελευταία σελίδα του βιβλίου, επικεντρώνεται στην κατάσταση της ύπαρξής του. Ο Κ. όμως δεν είναι ούτε αθώος, ούτε ένοχος. Είναι ένας άνθρωπος ενοχοποιημένος, με την ενοχοποίηση να αποτελεί τμήμα της ανθρώπινης κατάστασης. «Φοβόμαστε -από καλοσύνη- μήπως πληγώσουμε τους αδύναμους, αλλά και δειλιάζουμε να συσχετισθούμε με τους ισχυρότερους από εμάς» είχε γράψει στην ανάλυσή του βιβλίου ο Μίλαν Κούντερα. Αυτό το μείγμα ελαφρύτητος-βαρύτητας, κωμικού-θλιβερού, λογικού-παράλογου, χαρακτηρίζει όλο το μυθιστόρημα, ως την εκτέλεση του Κ. δημιουργώντας μιαν απαράμιλλη ομορφιά. Ο Κάφκα άρχισε να γράφει το γνωστότερο μυθιστόρημά του το 1914. Ακριβώς δέκα χρόνια μετά ακολούθησε η δημοσίευση του «μανιφέστου των σουρεαλιστών», που ήταν τότε εντελώς ανίδεοι για την «υπερ-ρεαλιστική» φαντασία του συγγραφέα, ενός άγνωστου συγγραφέα που τα κείμενά του εκδόθηκαν πολύ μετά τον θάνατό του. Από αυτήν την άποψη είναι απολύτως κατανοητή η ιδιοτυπία των μυθιστορημάτων του στην ιστορία της λογοτεχνίας, μιας που τα κείμενα αυτά ήταν κρυμμένα και αφορούσαν μόνο τον συντάκτη τους. Μολοταύτα, παρά την απομόνωσή τους, οι πρώιμες αισθητικές τους καινοτομίες συνιστούσαν ένα λογοτεχνικό γεγονός που δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει, έστω κι εκ των υστέρων, την ιστορία της μυθιστοριογραφίας. «Χάρη στον Κάφκα κατανόησα πως ένα μυθιστόρημα μπορεί να γραφεί κι αλλιώς», είπε κάποτε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στον Μίλαν Κούντερα. Αυτό το παράλογο εκ πρώτης όψεως μυθιστόρημα, ανέκαθεν προκαλούσε τις πιο ποικιλόμορφες ερμηνείες. Θεωρήθηκε διαδοχικά καταγγελία κατά της γραφειοκρατικής απανθρωποποίησης, κατηγορητήριο κατά του ολοκληρωτισμού, μεταφορά για τον αντισημιτισμό. Η Δίκη πλέον αναγιγνώσκεται ολοένα και περισσότερο ως παράλογο χιούμορ ή σουρεαλιστικό κείμενο. Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»