Είναι γεγονός πως κάθε οδηγός κάθεται στο βολάν, στη θέση εκείνη που τον βολεύει.
Οδηγεί όμως με ασφάλεια;
Η σωστή θέση οδήγησης είναι αντικειμενική και υποκειμενική. Αντικειμενική όσον αφορά τις δυνατότητες ρύθμισης που μας δίνουν το κάθισμα και το τιμόνι κάθε αυτοκινήτου και υποκειμενική ανάλογα με τον σωματότυπο του καθενός.
Προκειμένου λοιπόν να βρούμε την σωστή απόσταση του καθίσματος σε σχέση με τα πρωτεύοντα (τιμόνι, πεντάλ, μοχλός ταχυτήτων) και τα δευτερεύοντα χειριστήρια (φλας, φώτα, ηχοσύστημα, μοχλοί θέρμανσης – ψύξης – εξαερισμού, ηλεκτρικοί διακόπτες, κ.λπ.), ακολουθούμε την εξής μέθοδο:
1. Τοποθετούμε την πλάτη του καθίσματος –ει δυνατόν- σε γωνία σχεδόν 90 μοιρών σε σχέση με τον πάγκο και χαμηλώνουμε –αν μας δίνεται η δυνατότητα- τον πάγκο του καθίσματος, τόσο ώστε το ταμπλό να μην μας κρύβει τον ορίζοντα και οι μηροί μας να μην ακουμπούν στην στεφάνη του τιμονιού.
2. Τοποθετούμε και τα δυο χέρια μας στο τιμόνι, σε αντιδιαμετρική θέση (στην θέση 9:15 των δεικτών ενός αναλογικού ρολογιού), φροντίζοντας η σχηματιζόμενη γωνία στο ύψος των αγκώνων να είναι κοντά στις 90 μοίρες.
3. Ακουμπάμε (χωρίς να πιέζουμε) τα πόδια μας στα πεντάλ φρένου και συμπλέκτη και μετακινούμε το κάθισμα εμπρός πίσω, ούτως ώστε η γωνία που σχηματίζεται στα γόνατά μας να είναι μεταξύ 90 έως το πολύ 100 μοιρών.
Τέλος, η ρύθμιση του καθίσματος πρέπει να γίνεται με τρόπο ώστε, να μην χάνουμε τμήμα από τις γυάλινες επιφάνειες που μας επιτρέπουν την προς τα έξω ορατότητα και –δευτερευόντως- να βλέπουμε τα βασικά όργανα του καντράν.
Σε κάθε περίπτωση, η θέση και των δυο χεριών πάνω στο τιμόνι (στην βάση του 9:15) είναι αυτή που θα μας βοηθήσει τα μέγιστα, στο να βγούμε αλώβητοι από μια δύσκολη στιγμή, καθώς με αυτόν τρόπο εξασφαλίζουμε την μέγιστη δυνατή ακρίβεια και το μέγιστο εύρος του όποιου απαιτούμενου ελιγμού.