Τα αυτοκίνητα κατά τους Βαλκανικούς επιτάσσονταν μαζί με τους οδηγούς. Οι ιδιοκτήτες δικαιούνταν ημερήσιας αποζημίωσης και είχαν το δικαίωμα να ορίσουν τον οδηγό του αυτοκινήτου τους, με τον όρο ότι θα κατατάσσετο εθελοντικά.
Στις αρχές του 1911, ο εκ Ρεθύμνου καταγόμενος σοφέρ Χρήστος Ανδρουλιδάκης, αμούστακο τότε παιδί, έμαθε την τέχνη, ώστε να ανήκει στην πρώτη τριακοντάδα των επαγγελματιών σοφέρ. Έχουμε, έτσι, μια κάποια ένδειξη για τον αριθμό των σοφέρ τη χρονιά πριν τους Βαλκανικούς.
Όταν άρχισε ο Πόλεμος, ο Ανδρουλιδάκης, αν και Κρητικός και σε μη στρατεύσιμη ηλικία, έσπευσε να καταταγεί εθελοντής.
Ξέρουμε, λοιπόν, ότι κάποιοι σοφέρ κατατάσσονταν εθελοντικά και δεν ακολουθούσαν του εργοδότη τους το αυτοκίνητο.
Έγινε λοιπόν περιζήτητος ο σοφέρ μας, πολλοί στρατιωτικοί σχηματισμοί τον ζητούσαν και σόφαρε αυτοκίνητα ανώτατων αξιωματικών. Τέλος, έγινε σοφέρ του άνακτος Κωνσταντίνου, κατά την περίοδο της πολιορκίας των Ιωαννίνων.
Από το 1915 έως το 1922 ο Ανδρουλιδάκης υπηρέτησε ως οδηγός και εκπαιδευτής οδηγών, γεγονός που αποτελεί ένδειξη για την εκπαίδευση των οδηγών, που μετά τη θητεία τους έγιναν επαγγελματίες οδηγοί.
Οι οδηγοί στους Βαλκανικούς κατετάσσοντο στον Λόχο Πυροσβεστών, ενώ φαίνεται ότι αυτοκίνητα του Ελληνικού Στρατού οδηγούσαν και τουρκόφωνοι που είχαν αυτομολήσει από τον Οθωμανικό Στρατό, αλλά και φιλέλληνες, όπως οι Γάλλοι Ζυλ και Γκαστόν. Ο πρώτος οδηγούσε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο, ο δεύτερος ήταν οδηγός του στρατηγού Σαπουντζάκη.
Από όλα αυτά συμπεραίνουμε ότι, οι σοφέρ στους Βαλκανικούς, τελικά ήταν πολύ σημαντικά πρόσωπα.
Ηλίας Καφάογλου