Τα αμαξώματα των πρώτων αυτοκινήτων ήταν κατασκευασμένα από ξύλο. Συνήθως κατασκευάζονταν από επιχώριους αμαξοποιούς και προσαρμόζονταν στο πλαίσιο το οποίο εισήγετο, όπως και τα μηχανικά μέρη, από το εξωτερικό.
Πρώτη φορά οι Έλληνες αμαξοποιοί, οι οποίοι προηγουμένως κατασκεύαζαν άμαξες, ήρθαν σε επαφή με αυτοκίνητο, όταν χρειάστηκε αν επισκευαστεί το αυτοκίνητο του Κ. Νικολαΐδη, διευθυντή της Ηλεκτρικής Εταιρείας, το οποίο ήταν ηλεκτρικό, βεβαίως, τρίτροχο και οδηγείτο από τον πρώτο επαγγελματία οδηγό και όχι μόνο, τον Αλέξανδρο Μπαχάουερ.
Ο λόγος για τον αμαξοποιό από τη Ζάκυνθο Λορέντζο Μάμο, ο οποίος δραστηριοποιείτο στο χώρο από το 1900. Το αυτοκίνητο του Νικολαΐδη ανετράπη στην Καστέλα, μάλλον το 1901, και απεστάλη στου Μάμου για τα περαιτέρω.
Στο ίδιο αμαξοποιείο παρήγγειλε ο Στέφανος Ράλλης, της γνωστής οικογένειας, το αμάξωμα για το δικό του αυτοκίνητο, μια Λωραίν Ντήτριχ, το 1903. Πρόκειται για το πρώτο αυτοκίνητο στην Ελλάδα που έλαβε αριθμό κυκλοφορίας, εννοείται το αριθμό 1, το 1901 ή το 1909. Τότε ακόμα, οι αριθμοί κυκλοφορίας τοποθετούνταν από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες στα αυτοκίνητά τους, αλλά και στις μοτοσικλέτες.
Οι λίγοι ιδιοκτήτες οχημάτων στην Ελλάδα μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους παράγγελναν τα αυτοκίνητά τους ώστε να ικανοποιούνται οι προσωπικές, κατάδικές τους ανάγκες, ενώ δεν βρισκόμαστε στον αστερισμό της μαζικής παραγωγής. Έτσι, δεν καταδείκνυαν απλώς το κύρος τους, αλλά χρησιμοποιούσαν τα οχήματά τους ως σήματα των νεωτερικών απόψεων και επιλογών τους.
Πόσοι αμαξοποιοί ενεργοποιούνταν στην Αθήνα, θα αναρωτηθείτε. Είκοσι ένας το 1905-1906 στον Δήμο Αθηναίων, έξι στον Πειραιά, ενώ λειτουργούσαν και 10 καταστήματα ποδηλάτων όπου γίνονταν και επισκευές αυτοκινήτων και μοτοσικλετών.
Στους αμαξοποιούς συγκαταλέγονται και οι αδελφοί Ρόσση, ο πατέρας των οποίων Φραγκίσκος ήταν προμηθευτής της βασιλικής αυλής και διατηρούσε ένα από τα «αμαξοπηγεία», στα οποία απασχολούνταν 60 εργάτες το 1885. Στων Ρόσση μαθήτευσαν έτεροι αμαξοποιοί των χρόνων εκείνων, οι υιοί Μαυρουδή, εκ των εμβληματικών αμαξοποιών του ελληνικού Μεσοπολέμου. Ο πατήρ, Ευστράτιος Μαυρουδής, διατηρούσε κατάστημα κατασκευής τροχών για άμαξες.
Οι υιοί Μαυρουδή άνοιξαν τη δική τους επιχείρηση το 1920 και την επόμενη δεκαετία καταγράφονται υπερκατασκευές τους σε πλαίσια της Όπελ. Σε αυτές συναριθμούνται νεκροφόρες. Το 1925, οπότε οι Μαυρουδήδες είναι ενεργοί, καταγράφονται 40 αμαξοποιεία στην Αθήνα, ασφαλής ένδειξη για την ανάπτυξη του κλάδου και της αυτοκίνησης εν γένει.
Κατά τα λοιπά, και αφού και σε νεκροφόρες αναφερθήκαμε, οίστρος της ζωής, ο φόβος του θανάτου, δι αυτό και πλησίστιοι θα συνεχίσουμε στην επόμενη αυτοκίνητη διαδρομή μας.
Ηλίας Καφάογλου