Το… πολυτραγουδισμένο Volvo XC90 έφθασε στην Ελλάδα και καταφέραμε να πάρουμε μια γεύση από την άφθονη τεχνολογία που διαθέτει, επιτρέποντάς του να στοχεύει στα ίσια τα ανάλογα μοντέλα της Γερμανικής… τρόικα (Audi, BMW & Mercedes) καθώς επίσης και του «αφορισμένου» στη χώρα μας Cayenne.
Ευκαιρίας δοθείσης να θυμίσουμε ότι, η Volvo, μετά από πολλά χρόνια «σκλαβιάς» και απομείωσης στην αγκαλιά της Ford, πουλήθηκε το 2010 στην πανίσχυρη Κινέζικη Geely, που πλήρωσε 2 δισ. δολάρια για την αγορά της και επενδύει άλλα 11 δισ. σε ένα πρόγραμμα εξέλιξης της φίρμας μέχρι το 2018, όταν θα ολοκληρωθεί η νέα σειρά μοντέλων, παλαιότερο των οποίων θα είναι το XC90 που μόλις οδηγήσαμε.
Το νέο μοντέλο εμφανίζεται 13 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση και απέχει παρασάγγας από αυτήν, αποδεικνύοντας αυτό που όλοι ήδη γνωρίζουν για την νέα τάξη πραγμάτων στη σουηδική φίρμα. Ότι δηλαδή, οι Κινέζοι βάζουν τα χρήματα (πολλά χρήματα) και οι Σουηδοί δημιουργούν απερίσπαστοι εξελιγμένα μοντέλα που σίγουρα θα φέρουν μετά από δεκαετίες τη Volvo, εκεί που ήταν τη δεκαετία του ’70, δηλαδή στις πρώτες θέσεις της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Το νέο XC90 εντυπωσιάζει τόσο με τον όγκο, όσο και με την επιβλητική φουτουριστική του σχεδίαση, αντιληπτή κυρίως από το εμπρός και πίσω τμήμα, παρά το προφίλ. Αρέσει, δεν αρέσει, αυτό είναι σίγουρα υποκειμενικό, αλλά το τραβά τα βλέμματα είναι κάτι δεδομένο εκ του αποτελέσματος της εμπειρίας μας οδηγώντας το από Βάρη Σούνιο και πίσω.
Με άφθονους χώρους (υπάρχει και 3η σειρά καθισμάτων), άριστη ποιότητα υλικών και φινιρίσματος, η εμπειρία στην καμπίνα των επιβατών θυμίζει ακριβό βρετανικό ξενοδοχείο, ενώ η οδική συμπεριφορά δεν δίνει αφορμές επικρίσεων, τουλάχιστον στα λίγα χιλιόμετρα που οδηγήσαμε ή συνοδηγήσαμε.
Η άνεση της ανάρτησης (υπάρχει και έκδοση με αερανάρτηση που δεν οδηγήσαμε) αγγίζει το τέλειο, όχι όμως και οι αεροδυναμικοί θόρυβοι (γίνονται αισθητοί μετά τα 130-140 χλμ., αλλά και ο θόρυβος κύλισης που παράγεται από τα τεράστια ελαστικά και περνά μέσα στην καμπίνα. Πολύ καλές εντυπώσεις μας άφησαν τα φρένα που καταφέρνουν να ελέγχουν με ευκολία τα περισσότερα από 2.000 κιλά βάρους του αμαξώματος, ενός βάρους που αντέχουν και οι αναρτήσεις, αφού δεν επιτρέπουν τις μεγάλες κλίσεις στις στροφές.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως έχει η γκάμα των κινητήρων με τους οποίους το XC90 θα πωλείται στην Ελλάδα (με τρεις εκδόσεις εξοπλισμού). Πρόκειται για 2λιτρους κινητήρες βενζίνης ή πετρελαίου με απόδοση 320 και 225 ίππους αντίστοιχα.
Κορυφαία έκδοση η υβριδική T8 με συνολική ισχύ 407 ίππους και στάνταρ 7 καθίσματα που κοστίζει από 90.100 ευρώ και μπορεί να κινηθεί για περισσότερα από 40 χιλιόμετρα μόνον με τον ηλεκτροκινητήρα.
Προσεχώς (φθινόπωρο) θα υπάρξει πετρελαιοκίνητη έκδοση D4 με 190 ίππους, με κίνηση μόνο στους εμπρός τροχούς και τιμή από 60.450 ευρώ.
Εμείς πάντως οδηγήσαμε την τετρακίνητη έκδοση D5 των 225 ίππων, με το στάνταρ αυτόματο κιβώτιο οκτώ σχέσεων, που μάλλον είναι και ο ιδανικός συνδυασμός για τη χώρα μας. Με μέση εργοστασιακή κατανάλωση των 5,7 λίτρων ανά 100 χλμ. και τιμή από 64.150 ευρώ, δε θα σπάσει ταμεία (μέχρι στιγμής έχουν δοθεί στη χώρα μας παραγγελίες για 40 μονάδες, το 10% των οποίων είναι υβριδικά), αλλά σίγουρα θα πάρει πωλήσεις από τους τρεις γερμανούς… καμπαλέρος της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Το XC90 πωλείται σε τέσσερα επίπεδα εξοπλισμού, Kinetic, Momentum, Inscription και R-Design, ενώ εφοδιάζεται με τα πιο σύγχρονα συστήματα ασφαλείας, όπως π.χ. σύστημα αυτόματης πέδησης και αποφυγής σύγκρουσης, ραντάρ απόστασης, προειδοποίηση παρέκκλισης από τη λωρίδα, έλαγχο κούρασης του οδηγού, κλπ. Στις κορυφαίες εκδόσεις, θα ξεχωρίζει ο λεβιές ταχυτήτων από κρύσταλλο του διάσημου οίκου Orrefors και το ηχοσύστημα της B&W, το οποίο μετατρέπει την καμπίνα του XC 90 σε συναυλιακό χώρο, με ενισχυτή 1400 Watt και 19 μεγάφωνα!
Νίκος Τσάδαρης