Ας ξεκινήσουμε με δύο εύλογα δημοσιογραφικά ερωτήματα που λόγω των πρόσφατων γεγονότων έρχονται και ξανάρχονται στην επιφάνεια.
Γράφει η Έρη Ιωαννίδου*
Πρώτον, οι γυναικοκτονίες είναι περισσότερες σήμερα απ’ ό,τι στο παρελθόν;
Δεν ξέρουμε γιατί δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία.
Και δεύτερον, έχει αλλάξει κάτι στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται;
Δεν ξέρουμε γιατί δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία. Σκοπίμως η δεύτερη απάντηση δεν διαφέρει ούτε σε μια λέξη από την πρώτη. Και από εκεί ξεκινάει ένα μεγάλο πρόβλημα.
Στη χώρα μας δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία για το φύλο των θυμάτων ανθρωποκτονιών. Να σημειωθεί ότι, ούτως ή άλλως, δεν θεωρούνται γυναικοκτονίες όλες οι ανθρωποκτονίες γυναικών, επομένως το φύλο του θύματος δεν αρκεί για να χαρακτηριστούν ως τέτοιες. Και αφού δεν υπάρχουν ούτε αυτά τα στοιχεία, θα ήταν ουτοπικό να φανταζόμαστε ότι υπάρχουν στοιχεία για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των γυναικοκτονιών και το πώς αυτά εξελίσσονται στον χρόνο.
Επιπλέον, η γυναικοκτονία δεν αποτελεί ξεχωριστό -από την ανθρωποκτονία- ποινικό αδίκημα αλλά εμπίπτει σε αυτήν. Αναζητώντας αντίστοιχα δεδομένα από διεθνείς φορείς, παρατηρούμε ότι οι γυναικοκτονίες διεθνώς έχουν όντως αυξηθεί. Όπως και η βία κατά των γυναικών, αν και το τελευταίο μπορεί εν μέρει να οφείλεται στην αύξηση των καταγγελιών.
Θα ήταν επισφαλές να εξάγουμε οποιοδήποτε συμπέρασμα για το αν οι γυναικοκτονίες αυξήθηκαν ή όχι στη χώρα μας βασισμένοι/ες στην εντύπωση που δημιουργείται από τα ΜΜΕ και τα ΜΚΔ (μέσα κοινωνικής δικτύωσης), αν και αυτά δίνουν τον παλμό της δημόσιας συζήτησης. Κι έτσι αυτή διενεργείται χωρίς στοιχεία ή με αποσπασματικά στοιχεία που ενδεχομένως να μην μας δίνουν την πλήρη εικόνα.
Είτε όμως αυξάνονται οι γυναικοκτονίες είτε όχι, είναι δεδομένο ότι εμείς τις προσέχουμε περισσότερο. Μεγάλο ρόλο σ’ αυτό παίζουν τα ΜΜΕ που διατηρούν επί μέρες ή/και εβδομάδες μία είδηση αναζητώντας και αναλύοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια. Όταν οι σημαντικές πληροφορίες τελειώσουν καταπιάνονται με τις ασήμαντες ή αυτές που δεν σχετίζονται εν τέλει με το έγκλημα, ή και με πληροφορίες που το ευρύ κοινό δεν έχει κανέναν λόγο να γνωρίζει και απομακρύνουν τη συζήτηση από τα πιο σημαντικά ζητήματα και τη μεγάλη εικόνα.
Τα ΜΚΔ δεν είναι αμέτοχα σ’ αυτό. Έχουν κι αυτά μεγάλο μερίδιο ευθύνης στον κανιβαλισμό των εμπλεκόμενων σε μία υπόθεση. Κατ’ επέκταση, αυτή την ευθύνη τη μοιραζόμαστε και όλοι όσοι συμμετέχουμε σ’ αυτά. Μετά Χριστόν προφήτες που «το ήξεραν», «τα έλεγαν», «φαινόταν το πράγμα» και profilers που εξάγουν ανυπόστατα συμπεράσματα για τους/τις πρωταγωνιστές/στριες της υπόθεσης βασισμένοι σε αποσπασματικά στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας παραβλέποντας την απουσία όλων των υπόλοιπων στοιχείων που ποτέ δεν μάθαμε.
Τηλε-εξιχνιάσεις, τηλε-δίκες, τηλε-ψυχολογικές αξιολογήσεις και κάτι λίγο από επιστημοφανείς εκφράσεις κάνουν το κοινό να «βράζει» ακόμα περισσότερο. Κι έτσι κοιτάμε ξανά το δέντρο και χάνουμε το δάσος, γιατί είναι επίπονο να κοιτάξουμε το δάσος.
Το δάσος είναι η ανισότητα των φύλων, ο σεξισμός, οι κραταιές πατριαρχικές και στερεοτυπικές αντιλήψεις που θέλουν τα (τουλάχιστον) δύο φύλα να έχουν συγκεκριμένους ρόλους και κάθε απόκλιση από αυτούς είναι μεμπτή. Το δάσος είναι το δικαίωμά μας στην αυτοδιάθεση και η θέσπιση ορίων. Είναι όλα τα «μικρά» περιστατικά που βιώνει μία γυναίκα καθημερινά, που δεν απειλούν τη ζωή της, την κάνουν όμως να νιώθει διαρκώς ότι βρίσκεται υπό απειλή.
Είναι το να χρειάζεται να σκεφτείς τι να φορέσεις, από ποιο δρόμο να περάσεις ή πού να συναντηθείς με κάποιον όταν βγαίνεις ραντεβού αντί να κατακλύζεσαι από χαρά και προσμονή. Είναι το να μην σε αναγκάσει να κάνεις πράγματα που δεν θέλεις και δεν καταφέρεις να αρνηθείς. Είναι το να μην τα βιντεοσκοπήσει ή τα δημοσιοποιήσει.
Το δάσος είναι το τι θα πουν οι άλλοι αν το κάνει, πώς θα σε κοιτάζουν, τι θα σκεφτούν για σένα. Κι αν τίποτα από όλα αυτά δεν συμβεί, και αρχίσετε να είστε μαζί και περνάτε όμορφα, το δάσος είναι το τι «απαιτήσεις» θα έχει από σένα. Αν θα είσαι «αρκετή» ή αν θα χρειάζεται να κάνεις ένα σωρό πράγματα για να είσαι αρκετή και να ανέχεσαι άλλα τόσα. Το δάσος είναι το «έτσι κρατιέται ένας άντρας», «έτσι χτίζεται σπιτικό», «έτσι είναι όταν έχεις οικογένεια», «έτσι είναι οι σχέσεις», «έτσι είναι, συμβαίνουν αυτά στα ζευγάρια». Το δάσος είναι το «έτσι είναι» γιατί έτσι το μάθαμε. Γιατί δεν τολμήσαμε να το αμφισβητήσουμε. Και το δάσος, όπως όλα τα μεγάλα δάση, είναι αχανές. Μπορεί να μας καταπιεί. Κι αν δεν αλλάξουμε, θα το κάνει.
Τα προβλήματα που απορρέουν από τη στερεοτυπική αντίληψη για τους ρόλους των φύλων, δεν περιορίζονται στον ρόλο της γυναίκας. Επηρεάζουν εξίσου και τον άντρα. Και μπορεί στην περίπτωση των γυναικοκτονιών, δράστης να είναι ένας άντρας, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και οι άντρες δεν θυματοποιούνται -με άλλους τρόπους- και δεν παγιδεύονται μέσα σε αυτές τις αντιλήψεις. Γι’ αυτό και οι πολεμοχαρείς διαθέσεις χρειάζεται να απομακρυνθούν από αυτή τη συζήτηση.
Το θέμα δεν είναι ποιος ή ποια θα επικρατήσει. Το ζητούμενο είναι να επικρατήσουμε μαζί. Μπορούμε; Μπορούμε να αμφισβητήσουμε μαζί όσα μάθαμε και να ξαναχτίσουμε τον κόσμο μας με νέους όρους; Με όρους αποδοχής, ορίων, σεβασμού, ενσυναίσθησης αντί με όρους ισχύος και επικράτησης; Αντί να έχει κάποιος ή κάποια το «πάνω χέρι» στη σχέση, μπορούμε να δώσουμε τα χέρια και να αλλάξουμε μαζί; Θέλουμε; Αντέχουμε;
* Η Έρη Ιωαννίδου είναι Δικαστική Ψυχολόγος (MSc) & Personal Coach, διδάσκουσα στο Hellenic American University, εισηγήτρια, συγγραφέας και εκπαιδεύτρια στο Πρόγραμμα Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης (e-learning) του Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ. του ΕΚΠΑ, επιστημονική συνεργάτης του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και υπεύθυνη του Forensic Psychology Lab.