Παρά τα όσα προκάλεσε στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ρωσίας, αλλά και προσωπικά στον Βλαντιμίρ Πούτιν, η ανταρσία του Γεβγκένι Πριγκόζιν – παρά την όποια ώθηση στο ηθικό – φαίνεται πως δεν επέφερε σημαντικά οφέλη στα πεδία των μαχών για τους Ουκρανούς. Αν και αναμφίβολα δεν πρόκειται για ταινία του Χολίγουντ, όπως σημείωσε και ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, είναι κοινώς αποδεκτό πως η Ουκρανική αντεπίθεση εξελίσσεται – τουλάχιστον προς ώρας – πολύ πιο αργά του αναμενόμενου και με περιορισμένα αποτελέσματα.
Ο Πρόεδρος της Ουκρανίας ανακοίνωσε επίσημα – και χωρίς τυμπανοκρουσίες – την έναρξη της αντεπίθεσης στις 10 Ιουνίου αν και ήταν σαφές πως αυτή είχε ξεκινήσει αρκετές ημέρες νωρίτερα. Είχαν προηγηθεί μήνες αναμονής και εικασιών για τον χρόνο και τους στόχους της, ενώ ταυτόχρονα στη Δύση είχαν κάνει την εμφάνισή τους – δημόσια και παρασκηνιακά – ισχυρές επιφυλάξεις για την επιτυχία της.
«Ένας λόγος που η αντεπίθεση ανακοινώθηκε με λίγη ένταση ήταν πως μάλλον δεν πήγαινε σύμφωνα με το σχέδιο. Οι αρχικές απώλειες της Ουκρανίας ήταν βαριές και είχαν μικρό προφανές κέρδος. Ενδεχομένως οι ουκρανικές δυνάμεις αρχικά να ερευνούσαν σημαντικές αδυναμίες στις γραμμές (σ.σ. ήταν ο βασικός ισχυρισμός της ουκρανικής ηγεσίας για τις πενιχρές κινήσεις του στρατού) αλλά σε κάθε περίπτωση δεν τις βρήκαν», σημειώνει σε άρθρο του στο «The Conversation» ο Αλεξάντερ Χιλ, καθηγητής στρατιωτικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κάλγκαρι, στην Αλμπέρτα.
«Οι μάχες ήταν και είναι σκληρές. Η αντεπίθεση μπορεί να έχει ακόμα άφθονο ατμό, αλλά οι προσπάθειες να παρουσιαστεί ότι μόλις ξεκίνησε είναι σίγουρα παραπλανητικές», αναφέρει υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων και τις σημαντικές απώλειες των Ουκρανών στον εξοπλισμό που τους είχε προμηθεύσει η Δύση.
Στόχοι «ανέφικτοι»
Ο Αλεξάντερ Χιλ σημειώνει πως οι προσδοκίες για την επιτυχία της αντεπίθεσης είναι απίθανο να ικανοποιηθούν, ενώ ταυτόχρονα παρά την ευφορία της Ουκρανίας και εν γένει της Δύσης για την ανταρσία της Βάγκνερ στη Ρωσία, οι αποτυχημένες ενέργειες του Γεβγκένι Πριγκόζιν δεν έχουν προσφέρει στο Κίεβο τα οφέλη που ήλπιζε στο πεδίο της μάχης.
Όπως είχε προβλεφθεί από στρατιωτικούς αναλυτές, μεγάλος μέρος της ουκρανικής δύναμης δαπανάται στην προσπάθεια να προκληθεί ρήγμα στις ρωσικές γραμμές ώστε να αποκατασταθεί η πρόσβαση στην Αζοφική Θάλασσα στα νοτιοανατολικά. «Ένα πρόβλημα για την Ουκρανία είναι πως αυτό που τους φαινόταν σαν καλή ιδέα ήταν επίσης και το πιο αναμενόμενο για τους Ρώσους», σημειώνει ο καθηγητής στρατιωτικής ιστορίας. Όσο για τις μάχες στην Μπαχμούτ, αυτές φαίνεται να έχουν ως στόχο περισσότερο να πλήξουν το ηθικό του ρωσικού στρατού, αναστρέφοντας τα κέρδη των τελευταίων μηνών και σημειώνοντας μια τοπική επιτυχία.
Στο παρελθόν η Ουκρανία έχει εξαπολύσει δύο – πιο περιορισμένες αλλά επιτυχημένες – σημαντικές αντεπίθεσης στο Χάρκοβο και τη Χερσώνα. Όμως οι συνθήκες τότε ήταν πολύ διαφορετικές και κυρίως ήταν διαφορετική η στάση του ρωσικού στρατού, ο οποίος και στις δύο περιπτώσεις αποσύρθηκε ώστε να λάβει καλύτερες θέσεις αναμένοντας τη μεγάλη αντεπίθεση του Κιέβου. Σήμερα οι ρωσικές δυνάμεις έχουν αναπτύξει πολλαπλές και ισχυρές γραμμές άμυνας, τις οποίες προετοίμαζαν εδώ και καιρό. Και με τους συγκεκριμένους στρατιωτικούς όρους το πλεονέκτημα το έχει αμυνόμενος.
Ο ρωσικός στρατός έμαθε – Χωρίς κέρδη για το Κίεβο η ανταρσία Πριγκόζιν
Ο ρωσικός στρατός στον πόλεμος της Ουκρανίας έχει παρουσιάσει σημαντικές έως και καταστροφικές παθογένειες, σε τεχνικό, τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Τα λάθη και εσωτερικές έριδες έχουν κοστίσει ακριβά στη Μόσχα, όμως σε αυτή τη φάση, ο ρωσικός στρατός είναι πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με το φθινόπωρο του 2022 και κυρίως φαίνεται να είναι περισσότερο προετοιμασμένος, δημιουργώντας αμυντικές θέσεις σε βάθος.
Επιπλέον η θέση άμυνας του επιτρέπει να καλύψει πολλές από τις αδυναμίες του και να μετριάσει τα ζητήματα εφοδιασμού, που ήταν πολύ σημαντικά την προηγούμενη περίοδο του πολέμου.
Επίσης ο ουκρανικός στρατός μπορεί να έχει ενισχυθεί σημαντικά από τη Δύση αλλά στερείται της αεροπορικές υπεροχής που διευκολύνει τον τύπο της χερσαίας προέλασης όπως για παράδειγμα συνέβη στους Πολέμους του Κόλπου του 1991 και του 2003. Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι επιμένει να ζητάει επιτακτικά από τους δυτικούς συμμάχους μαχητικά αεροπλάνα και το θέμα βρίσκεται πλέον πάνω στο τραπέζι. Όμως, ο Αλεξάντερ Χιλ εκτιμά πως μερικά αεροσκάφη F-16 δεν θα άλλαζαν την κατάσταση στον αέρα για την Ουκρανία, καθώς η ρωσική αεράμυνα εξακολουθεί να είναι από τις καλύτερες στον κόσμο.
Συμπερασματικά ο καθηγητής στρατιωτικής ιστορίας υπογραμμίζει πως ο ρωσικός στρατός «σίγουρα έχει πάρει μαθήματα και έχει προσαρμοστεί στη φύση του πολέμου, αλλά και στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις», ενώ μεγάλο μέρος της ρωσικής κοινωνίας φαίνεται πως έχει υιοθετήσει την άποψη ότι «δεν υπάρχει άλλη επιλογή πέρα από τον πόλεμο, καθώς η Δύση και η Ουκρανία επιζητούν την ολοκληρωτική ήττα της Ρωσίας». «Η δε ανταρσία της Βάγκνερ – παρότι ήταν πλήγμα για την κυβέρνηση του Βαλντιμίρ Πούτιν – είχε να κάνει με μάχη για την εξουσία εντός της ρωσικής στρατιωτικής ηγεσίας και τη διαχείριση του πολέμου και σε καμία περίπτωση για το εάν αυτός θα συνεχιστεί ή όχι».
Το μοντέλο της Κορέας
Καταλήγοντας ο Αλεξάντερ Χιλ, επισημαίνοντας της σημαντικές απώλειες και από τις δύο πλευρές αλλά και το ότι η Ουκρανία ασφαλώς και υπολείπεται λόγω μεγέθους στο ανθρώπινο δυναμικό, εκτιμάει πως «αργά ή γρήγορα και οι δύο πλευρές θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι οι πιθανότητες “να κερδίσουν” αυτόν τον πόλεμο είναι μικρές».
«Κάποια στιγμή θα πρέπει να υπάρξουν διαπραγματεύσεις — έστω και μόνο για κατάπαυση του πυρός όπως συνέβη με τον Πόλεμο της Κορέας. Περαιτέρω κλιμάκωση, ίσως με τη συμμετοχή στρατευμάτων του ΝΑΤΟ, μπορεί πραγματικά να διακινδυνεύσει τη χρήση πυρηνικών όπλων. Ευτυχώς, οι συζητήσεις στους ρωσικούς κύκλους πολιτικής σχετικά με τη δυνατότητα χρήσης πυρηνικών όπλων παραμένουν πολύ υποθετικές, τουλάχιστον προς το παρόν». (Διαβάστε επίσης: Στο τραπέζι σχέδια διχοτόμησης της Ουκρανίας – Τα μοντέλα Κορέας και Ισραήλ)