Για το μαρτύριό της από την τρυφερή ηλικία των 2 ετών μίλησε μια γυναίκα από τη Βρετανία. Η άτυχη γυναίκα έζησε φρικιαστικά χρόνια, καθώς ο παιδόφιλος πατέρας της την κακοποιούσε σεξουαλικά από δύο ετών. Όμως, αυτό που σοκάρει πιο πολύ, είναι πως η ίδια «αγανακτεί» με τη μητέρα της, επειδή δεν πρόσεξε ότι η κόρη της υπέφερε σιωπηλά όλα αυτά τα χρόνια.
Η 31χρονη Έμιλι Βικτόρια από το Ντόρσετ, είναι το θέμα της εκπομπής «Ένας παιδόφιλος στην οικογένειά μου: Surviving Dad», που προβάλλεται στο Channel 4. Η επιχειρηματίας και μητέρα ενός παιδιού προσπαθεί να κατανοήσει τη σχέση της με τη μητέρα της, αποκαλύπτοντας ότι παρόλο που δεν είχε καμία ευθύνη, ένιωθε «πραγματικά ένοχη» για την κακοποίηση από τον πατέρα της και σαν να είχε «καταστρέψει τη ζωή της μητέρας της».
Η Έμιλι λέει: «Φανταστείτε αν ο μπαμπάς σας ήθελε να βρίσκεται μαζί σας αντί για τη μαμά σας. Μπορείτε να φανταστείτε πώς είναι αυτό; Και μετά πόσο φρικτό σας κάνει να αισθάνεστε; Απλώς τη λυπόμουν όλη την ώρα. Ίσως και να έκανα σκέψεις, όπως, “γιατί δεν κατάλαβες κάτι;”».
Η Έμιλι εξηγεί ότι είχε μεγαλώσει σε ένα χωριό στο Ντόρσετ. «Από τον έξω κόσμο, δεν διαφέραμε από οποιαδήποτε άλλη οικογένεια. Ήμουν εγώ, τα δύο αδέλφια μου, η μαμά και ο μπαμπάς μου. Αλλά αυτό που δεν έβλεπαν οι άνθρωποι, ούτε καν η οικογένειά μου, ήταν ότι ο πατέρας μου με κακοποιούσε σεξουαλικά, για τα πρώτα 18 χρόνια της ζωής μου», περιγράφει η άτυχη γυναίκα.
Πώς ξεκίνησε ο εφιάλτης της Έμιλι
Όταν η Έμιλι ήταν 8 ετών, ο πατέρας της εγκατέλειψε τη δουλειά του ως κτηματομεσίτης για να γίνει ανάδοχος γονέας, ενώ η μητέρα της δούλευε πολλές ώρες. Η Έμιλι είπε: «Ήταν ένα πολύ δημοφιλές άτομο. Γνωστός σε όλους, αλλά πολύ καλός στο να κρύβει τα σκοτεινά πράγματα». Εξήγησε ότι η κακοποίηση μπορεί να ήταν αόρατη σε όλους γύρω της – ακόμη και στη μητέρα της.
Η ίδια αναφέρει πως ένιωθε σαν «ζόμπι» στο σχολείο και θυμήθηκε ότι ο πατέρας της την κρατούσε στο σπίτι για να την κακοποιήσει. Κοιτάζοντας μια έκθεσή της από την 1η γυμνασίου, είπε: «Αυτή είναι η χρονιά που ένιωσα ότι πέθανα».
Η κακοποίηση, σύμφωνα με την ίδια, συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας της. «Ήταν εμφανής και έπρεπε να αντικαταστήσω τις σκέψεις μου με τις δικές του σκέψεις για να επιβιώσω. Έπρεπε να είμαι χαρούμενη και χαμογελαστή μαζί του, εκείνες τις φρικτές στιγμές, για να τον κάνω να είναι εντάξει. Αυτή η ευτυχία ήταν πάντα στο πρόσωπό μου, όπου κι αν πήγαινα. Κάλυπτα τα βάσανά μου εντελώς».
Καθώς μεγάλωνε, ο πατέρας της άρχισε να παίρνει τον έλεγχο σε όλο και περισσότερους τομείς της ζωής της, καθώς δεν της επέτρεπε να βλέπει τους φίλους της ή να περνάει χρόνο με παιδιά της ηλικίας της. Την έκανε να νιώθει άσχημα που τον άφηνε να έχει τόσο έλεγχο στη ζωή της. Η ίδια έβλεπε τους φίλους της μόνο όταν ήταν και εκείνος απασχολημένος.
Το περιστατικό που την έκανε να τον καταγγείλει
Σε κάποια στιγμή, άρχισε να φοβάται ότι ο πατέρας της κακοποιούσε και άλλα παιδιά. Η Έμιλι είπε: «Δεν σκέφτηκα να πω τίποτα σε κανέναν μέχρι που ήμουν περίπου 17 ετών. Άρχισα να υποψιάζομαι ότι έκανε κακό σε άλλα παιδιά. Είδα ένα από τα ανάδοχα παιδιά να τον παρηγορεί με τον τρόπο που ένιωσα ότι έπρεπε να τον παρηγορήσω και εκείνη τη στιγμή είπα: “Θεέ μου, νομίζω ότι την κακοποιεί”. Επειδή έτσι αισθάνομαι ότι πρέπει να συμπεριφέρομαι. Κάτι έσπασε μέσα μου και άλλαξα».
Τον Νοέμβριο του 2009, η Έμιλι κατήγγειλε την κακοποίηση στην αστυνομία. Στο ντοκιμαντέρ επιστρέφει για να συναντήσει τους αστυνομικούς που είχαν ασχοληθεί με την υπόθεση. Θυμήθηκαν πως η Έμιλι ήταν «μια ηλιαχτίδα».
Ένας από τους αστυνομικούς διάβασε τις σημειώσεις, στις οποίες τα όσα είπε ο πατέρας προκαλούν σοκ. «Την κάθισαν στο κρεβάτι και άρχισε να κινείται πάνω μου. Δεν την σταμάτησα αμέσως. Μπορούσα να νιώσω ότι ήταν αρκετά ερεθισμένη».
Οι σημειώσεις συνεχίζονται: «Τα συναισθήματα ενοχών και σεξουαλικής διέγερσης εναλλάσσονταν συνέχεια». Ο ίδιος είπε «είχαμε μια λαμπρή σχέση πατέρα-κόρης και δεν έκανα τίποτα που δεν ήθελε».
Οι αστυνομικοί ανέφεραν πως έλεγε απαίσιες δικαιολογίες, προκειμένου να τους πάρει με το μέρος του, ενώ οι ίδιοι υποστήριξαν πως ο παιδόφιλος δεν ένιωσε καμία ενοχή για τις πράξεις του.