Το stealthing ορίστηκε για πρώτη φορά μετά από μια μελέτη του Πανεπιστημίου Yale το 2017. Αναφέρεται σε περιπτώσεις, όπου ένα άτομο αφαιρεί το προφυλακτικό κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, χωρίς τη συγκατάθεση του συντρόφου του, όταν ο σεξουαλικός του σύντροφος έχει συναινέσει μόνο σε σεξ με προφυλακτικό.
Τα θύματα της «μη συναινετικής αφαίρεσης προφυλακτικού» εκτίθενται σε πιθανές σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες, όπως το HIV/AIDS, ή σε ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες. Η παραπλανητική πράξη θεωρείται από τους ειδικούς ως πράξη εξαναγκασμού σε μη ασφαλές σεξ. Το stealthing αναφέρεται ως πράξη «βιασμού που γειτνιάζει με πραγματικό βιασμό» και τη βιώνουν όλο και περισσότερο τόσο γυναίκες όσο και ομοφυλόφιλοι άνδρες.
Το ερώτημα του κατά πόσον η απόκρυψη θεωρείται ή όχι βιασμός είναι κεντρικό στη συζήτηση για το stealthing. Σύμφωνα με το New York Post, στην αρχική μελέτη του Yale, υπάρχουν ορισμένοι, που λένε ότι η πράξη δεν φτάνει στο επίπεδο του βιασμού. Ωστόσο, οι ερευνητές της σεξουαλικής βίας πιστεύουν ακράδαντα ότι το stealthing θεωρείται και πρέπει να θεωρείται βιασμός, καθώς ασχολείται με θέματα σεξ και συναίνεσης – και μέρη όπως η Αυστραλία, η Αγγλία και η Ουαλία το έχουν καταγράψει νομικά ως τέτοιο.
Ο άντρας που καταδικάστηκε για stealthing
Ένας άνδρας στην Ολλανδία έγινε ο πρώτος άνθρωπος στην χώρα που καταδικάστηκε για stealthing. Ο 28χρονος δράστης, Khaldoun F., κατηγορήθηκε ότι αφαίρεσε κρυφά το προφυλακτικό του κατά τη διάρκεια του σεξ με μια γυναίκα το περασμένο καλοκαίρι.
Η γυναίκα είχε συμφωνήσει να κάνουν σεξ με προφυλακτικό – αλλά ο F. το έβγαλε εν αγνοία της, ενώ το ζευγάρι φέρεται να φιλιόταν πριν έρθει σε επαφή. Δήλωσε ένοχος και κατηγορήθηκε πως πίεσε τη σύντροφό του, αλλά απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες για βιασμό. Την Τρίτη, ο F. καταδικάστηκε σε τρεις μήνες με αναστολή και υποχρεώθηκε να πληρώσει πρόστιμο 1.000 ευρώ (περίπου 1.060 δολάρια ΗΠΑ).