Ο πόλεμος στην Ουκρανία, το μεταναστευτικό και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης ήταν τα κεντρικά ζητήματα των συνομιλιών που είχαν το βράδυ της Παρασκευής (3/2) ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς με την πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι, στο Βερολίνο, σε μια συνάντηση η οποία αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον, λόγω των διαφορετικών απόψεων των δύο πλευρών, αλλά και της κριτικής που έχει ασκήσει η Ιταλίδα πρωθυπουργός στη Γερμανία.
«Ιταλία και Γερμανία παρέχουν υποστήριξη στην Ουκρανία και θα συνεχίσουν»
Με την Ιταλίδα πρωθυπουργό «συμφωνούμε σε μεγάλο βαθμό στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, ειδικά σε ό,τι αφορά τη ρωσική επίθεση εναντίον της Ουκρανίας και στον τρόπο αντιμετώπισης των συνεπειών της», δήλωσε ο κ. Σολτς και τόνισε ιδιαίτερα ότι «η Ιταλία και η Γερμανία παρέχουν στην Ουκρανία εκτεταμένη υποστήριξη στην άμυνα εναντίον της ρωσικής επιθετικότητας – και αυτό θα παραμείνει έτσι».
Από την πλευρά της η κυρία Μελόνι, για την οποία υπήρχε αρχικά η ανησυχία ότι θα έβλεπε με μεγαλύτερη συμπάθεια τη ρωσική ηγεσία, δήλωσε: «Δεν συμφωνώ με αυτούς που λένε ότι αν υποστηρίζει κανείς την Ουκρανία, συνεχίζει τον πόλεμο, αυτό δεν είναι αλήθεια. Αν δεν υποστηρίζαμε την Ουκρανία, τότε δεν θα είχαμε ειρήνη, αλλά μια εισβολή. Η στήριξη της Ουκρανίας είναι ο μοναδικός τρόπος να φέρουμε τις εμπόλεμες πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Ερωτώμενη σχετικά, η Μελόνι δήλωσε πάντως ότι η χώρα της δεν θα στείλει άρματα μάχης στην Ουκρανία. «Βρισκόμαστε μόνο εκεί όπου χρειάζεται η παρουσία μας», σημείωσε.
Διάσταση απόψεων στο μεταναστευτικό
Η διάσταση απόψεων ήταν ωστόσο εμφανής στο μεταναστευτικό, με τον κ. Σολτς να τάσσεται υπέρ μιας ανθρωπιστικής πολιτικής για τους πρόσφυγες, προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα και συμφωνίες με τις χώρες προέλευσης ώστε οι παράνομοι μετανάστες να μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους. «Όποιος έχει δικαίωμα να μείνει στην Ευρώπη, πρέπει να μπορεί να μείνει. Αλλά όποιος δεν έχει δικαίωμα να μείνει μαζί μας, πρέπει φυσικά να επιστρέψει στην πατρίδα του και πρέπει να μπορεί να επιστρέψει», εξήγησε ο καγκελάριος και τόνισε την ανάγκη να υπάρχουν και «νόμιμοι τρόποι μετανάστευσης». Η Τζόρτζια Μελόνι, αντιθέτως, υπογράμμισε ότι «το θέμα της μετανάστευσης είναι και θέμα ασφάλειας» και ανέδειξε κυρίως τη σημασία της ανακοπής των μεταναστευτικών ροών πριν φθάσουν στα ευρωπαϊκά σύνορα. «Δεν μπορεί κανείς να καταπολεμήσει τη δευτερογενή μετανάστευση, χωρίς να αντιμετωπίσει την πρωτογενή», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι στόχος της κυβέρνησής της είναι να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να δοθεί οικονομική βοήθεια σε αυτές τις χώρες, καθώς, όπως είπε, η φτώχεια είναι συχνά αιτία μετανάστευσης.
Σε ό,τι αφορά την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο νέο διεθνές περιβάλλον, η Ιταλίδα πρωθυπουργός ζήτησε ως βραχυπρόθεσμες λύσεις την πλήρη ευελιξία των υφιστάμενων κονδυλίων της ΕΕ και τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Τάχθηκε υπέρ της ανάληψης κοινού χρέους στην ΕΕ και υπέρ της επιβολής ευρωπαϊκού πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι υπάρχουν και διαφορετικές απόψεις σε αυτά τα θέματα, «για αυτό και θα χρειαστεί χρόνος», προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις. Καταδίκασε για μία ακόμη φορά τις «εθνικές πολιτικές» στα θέματα ενέργειας, με το βλέμμα στο πλαφόν που επέβαλε η γερμανική κυβέρνηση στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου. «Η ανταγωνιστικότητα πρέπει να είναι ίδια για όλους. Και πρέπει αυτή τη στιγμή να θέσουμε όλα τα ζητήματα. Χρειαζόμαστε ευρωπαϊκές απαντήσεις», συμπλήρωσε. Ο κ. Σολτς, σε ερώτηση σχετικά με τις ανισότητες μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών κρατών-μελών της ΕΕ σε ό,τι αφορά τον οικονομικό ανταγωνισμό, τόνισε ότι απαιτείται μεγαλύτερη ευελιξία και λιγότερη γραφειοκρατία σε ό,τι αφορά την οικονομική βοήθεια. «Θα ήταν καλό να μη χρειάζεται να περιμένουμε δύο ή τρία χρόνια για μια απόφαση», σχολίασε.
Οι δύο ηγέτες προσπάθησαν εμφανώς να τονίσουν τα σημεία σύγκλισης των πολιτικών τους και τη σημασία της διμερούς συνεργασίας, παρά το γεγονός ότι ο Όλαφ Σολτς δεν βιάστηκε να απευθύνει πρόσκληση στην Ιταλίδα πρωθυπουργό μετά την εκλογή της για να επισκεφθεί το Βερολίνο. Αιτία υπήρξαν πιθανότατα οι εχθρικές προς τη Γερμανία προεκλογικές δηλώσεις της κυρίας Μελόνι. Τον Απρίλιο του 2019, η τότε υποψήφια της αντιπολίτευσης, είχε δηλώσει ότι έμαθε ισπανικά και γαλλικά, αλλά δεν κατάφερε να μάθει γερμανικά, παρότι υπήρξε «σπασίκλα». «Είμαι αλλεργική στη Γερμανία, ακόμη και όταν πρόκειται για τα βιβλία», είχε πει και τη συγκεκριμένη δήλωσή της υπενθύμιζε σήμερα το σύνολο του γερμανικού Τύπου, ενόψει της συνάντησης με τον καγκελάριο. «Δεν έχω ιδέα πότε το είπα», δήλωσε η κυρία Μελόνι απόψε, ερωτώμενη σχετικά. «Απέτυχα να μάθω γερμανικά, αλλά όχι επειδή είμαι αλλεργική», περιορίστηκε να δηλώσει, σε μια προσπάθεια να αστειευτεί.