Σε μια άλλη ζωή όχι τόσο μακρινή, η Ίνα ήταν κομμώτρια. Σήμερα η καθημερινότητα αυτής της κατοίκου της Μαριούπολης, της μεγάλης πόλης-λιμάνι της νοτιοανατολικής Ουκρανίας που κατελήφθη πρόσφατα από τις ρωσικές δυνάμεις, συνοψίζεται σε ένα «τρέξιμο» για νερό και τρόφιμα.
«Τρέχεις για να βρεις ένα σημείο διανομής νερού. Μετά εκεί όπου δίνουν ψωμί. Στη συνέχεια, πρέπει να στηθείς στην ουρά για να εξασφαλίσεις μερίδες», λέει η πενηντάχρονη, έχοντας δύο άδεια δοχεία στα χέρια. «Τρέχεις όλη την ώρα».
Η πολιορκία της Μαριούπολης, η οποία διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες, έληξε στα μέσα Απριλίου με τη σχεδόν ολοκληρωτική κατάληψή της από τις δυνάμεις της Ρωσίας και τους φιλορώσους αυτονομιστές.
Το AFP, δημοσιογράφοι του οποίου πήγαν την Παρασκευή στην πόλη στο πλαίσιο μετάβασης διοργανωμένης από τον ρωσικό στρατό, δεν είχε καμία ένδειξη σύγκρουσης, πέραν του βουητού από εκρήξεις που προερχόταν τακτικά από τις εκτεταμένες εγκαταστάσεις της χαλυβουργίας Αζοφστάλ, όπου έχουν οχυρωθεί οι τελευταίες ουκρανικές δυνάμεις.
Σήμερα ο δήμαρχος της Μαριούπολης Βαντίμ Μποϊτσένκο δήλωσε ότι περισσότεροι από 200 άμαχοι εξακολουθούν να βρίσκονται μαζί με τους στρατιωτικούς στις τεράστιες εγκαταστάσεις της Αζοφστάλ, προσθέτοντας ότι αυτοκινητοπομπή ανθρώπων που απομακρύνθηκαν από τη χαλυβουργία έφτασε σήμερα στην πόλη Ζαπορίζια που ελέγχεται από τις ουκρανικές αρχές.
«Η αυτοκινητοπομπή (ανθρώπων που απομακρύνονται) κινείται προς τη Ζαπορίζια. Η απομάκρυνση συνεχίζεται», δήλωσε στην κρατική τηλεόραση, σημειώνοντας: «Περιορίζουμε τις πληροφορίες και ελπίζουμε ότι αυτοί που απομακρύνθηκαν από την Αζοφστάλ θα φτάσουν» στη Ζαπορίζια, είχε δηλώσει νωρίς σήμερα και οι ελπίδες του πραγματοποιήθηκαν το βράδυ.
Οι ρωσικές δυνάμεις σφυροκόπησαν χθες, Δευτέρα, τις εγκαταστάσεις της χαλυβουργίας. Αυτόπτης μάρτυρας που επικαλείται το Reuters τις είδε να χρησιμοποιούν εκτοξευτή πολλαπλών ρουκετών Grad, ενώ πυκνός καπνός υψωνόταν στον αέρα από τις εγκαταστάσεις της Αζοφστάλ.
Ο ΟΗΕ και η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού άρχισαν συντονισμένη επιχείρηση με την Ουκρανία και τη Ρωσία στις 29 Απριλίου για να καταστεί δυνατή η απομάκρυνση γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων που βρίσκονται στην χαλυβουργία.
Ο δήμαρχος της Μαριούπολης πρόσθεσε εξάλλου ότι συνολικά 100.000 άμαχοι παραμένουν στην ουκρανική αυτή πόλη-λιμάνι στρατηγικής σημασίας στην Αζοφική Θάλασσα.
Αφού επέζησαν για εβδομάδες σε υπόγεια καταφύγια ή κλεισμένοι στα σπίτια τους, οι κάτοικοι βγήκαν έξω και ανακάλυψαν ότι η άλλοτε πολυσύχναστη παραθαλάσσια πόλη τους έχει μετατραπεί σε έναν σωρό από ερείπια.
Κανένα από τα εννιαώροφα σοβιετικά κτίρια δεν έχει μείνει ανέπαφο: προσόψεις έχουν καεί ή φέρουν οπές από τις οβίδες, ορισμένα κτίρια έχουν καταρρεύσει. Τα καταστήματα έχουν λεηλατηθεί. Τάφοι υπάρχουν σε λωρίδα με χορτάρι στη μέση λεωφόρου.
Για τους επιζώντες, στις καταστροφές προστίθενται οι ελλείψεις που έχουν φέρει πίσω την καθημερινότητά τους στη λίθινη εποχή: δεν έχουν νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο, ούτε δίκτυο κινητής τηλεφωνίας και ίντερνετ.
«Να φύγεις, αλλά για πού;»
Έτσι, ο φόβος για τους βομβαρδισμούς αντικαταστάθηκε από την εμμονική αναζήτηση νερού και τροφής. Την Παρασκευή, οι φιλορώσοι αυτονομιστές, οι νέες αρχές της πόλης, είχαν διοργανώσει διανομή μπροστά σε σχολείο με γκρεμισμένους τοίχους και σπασμένα τζάμια από τις εκρήξεις.
Περίπου 200 άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί πίσω από φορτηγό όπου εθελοντές παρέδιδαν στον κόσμο πακέτα με τρόφιμα -ζυμαρικά, λάδι, κάποιες κονσέρβες- πάνω στα οποία αναγραφόταν το γράμμα «Ζ», σύμβολο της υποστήριξης στη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία. Πιο μακριά, δύο φορτηγά διένειμαν πόσιμο νερό.
Ένας ηλικιωμένος έφευγε σπρώχνοντας ένα ξεχαρβαλωμένο καροτσάκι γεμισμένο ως επάνω με δοχεία και πακέτα.
Μπροστά από τους φράχτες γειτονικών κτιρίων, ομάδες κατοίκων είχαν συγκεντρωθεί μπροστά από τη φωτιά μιας αυτοσχέδιας θερμάστρας, όπου άλλος ζέσταινε μια κατσαρόλα κι άλλος μια τσαγιέρα. Πιο πέρα κάποιοι είχαν βάλει τα ρούχα τους για να μουσκέψουν στο νερό μέσα σε δύο μεγάλα μπλε βαρέλια, που λειτουργούσαν ως αυτοσχέδια πλυντήρια.
Εδώ «δεν ζει κανείς, επιζεί», συνόψισε η Ιρίνα, μια προγραμματίστρια βιντεοπαιγνιδιών γύρω στα τριάντα, η οποία έπλεε μέσα σε ένα γκρι πουλόβερ και είχε ένα σακίδιο πλάτης από όπου προεξείχε το κεφάλι ενός Γιορκσάιρ Τεριέ.
Υπό αυτές τις συνθήκες γιατί να μείνει κάποιος; Πολλοί κάτοικοι της Μαριούπολης, η οποία είχε πριν από τον πόλεμο περίπου 450.000, έφυγαν μέσω ανθρωπιστικών διαδρόμων τις τελευταίες εβδομάδες.
«Θα ήθελα να φύγω. Αλλά για πού;», λέει η Κριστίνα Μπουρντιούκ, μια 25χρονη φαρμακοποιός, η οποία επέστρεφε στο σπίτι της με τις δύο κόρες της που έσφιγγαν πάνω τους σαν θησαυρό ένα καρβέλι ψωμί η καθεμιά.
Αλλού στην Ουκρανία; «Δεν έχει απομείνει τίποτα», λέει. Στη γειτονική Πολωνία; «Έχει ήδη πάρα πολλούς» Ουκρανούς εκεί, προσθέτει. Τώρα όσον αφορά τη Ρωσία, αυτή την αποκλείει.
Κυρίως, σημειώνει ότι είδε αυτοκίνητα «με οικογένειες, παιδιά» να καταστρέφονται από σφαίρες την ώρα που προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη όταν άρχισε η πολιορκία της και προσθέτει ότι αγνοεί ποιος άνοιξε πυρ.
Επομένως προτιμά να παραμείνει στο σπίτι της με τον σύζυγό της, τη μητέρα και τη γιαγιά της και σκέφτεται εφεξής να εργαστεί για τις νέες αρχές, οι οποίες, σύμφωνα με την ίδια, προτείνουν τον καθαρισμό από τα συντρίμμια, την περισυλλογή των πτωμάτων ή την αποναρκοθέτηση της πόλης έναντι μισθού σε ρούβλια.
«Σήμερα είμαι έτοιμη για όλα», τονίζει.
«Απογοήτευση και θυμός»
Απουσία ίντερνετ και δικτύων τηλεφωνίας από τις αρχές Μαρτίου, η Ιρίνα, η προγραμματίστρια βιντεοπαιγνιδιών, δεν μπορεί ούτε να εργαστεί, ούτε να επικοινωνήσει με τους συγγενείς της, κυρίως τη δίδυμη αδελφή της, η οποία, σύμφωνα με τα τελευταία νέα που είχε, βρισκόταν στο Κίεβο.
Οι μόνες πηγές πληροφόρησης που έχει είναι το μικρό ραδιόφωνο ενός γείτονα, που λειτουργεί με μπαταρίες και πιάνει έναν φιλορωσικό σταθμό, και αυτά που διαδίδονται από στόμα σε στόμα, τα οποία είναι μάλλον φήμες παρά αληθινά γεγονότα.
Η έλλειψη αξιόπιστης ενημέρωσης και η αβεβαιότητα προκαλούν επίσης απογοήτευση και θυμό.
Την ώρα της διανομής των τροφίμων, μια γυναίκα φωνάζει σε έναν αξιωματούχο της νέας διοίκησης. Σε μερικά δευτερόλεπτα ένα πλήθος έχει μαζευτεί γύρω από αυτούς που μοιράζουν τα τρόφιμα και οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή.
«Πότε θα πάρουμε τις συντάξεις μας;», «Πότε θα ξανανοίξουν τα σχολεία;», «Και τα καταστήματα;»
«Κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε», προσπαθεί να τους καθησυχάσει ο υπεύθυνος, σκουπίζοντας το μέτωπό του. «Η προτεραιότητα είναι να υπάρξουν εγγυήσεις για την ασφάλεια και η εκκαθάριση», επιμένει.
Παρά την παρουσία πολλών οπλισμένων στρατιωτικών, ένας νεαρός άνδρας ξεσπάει: «Σας έθεσαν συγκεκριμένα ερωτήματα, απαντήστε συγκεκριμένα!».
Επιτόπου, ο Ντένις Πουσίλιν, ηγέτης της αυτοανακηρυχθείσας «δημοκρατίας του Ντονέτσκ», στην οποία οι φιλορώσοι αυτονομιστές θέλουν να εντάξουν τη Μαριούπολη, δεσμεύεται για ανοικοδόμηση «πολύ σύντομα» με την υποστήριξη της Μόσχας, σημειώνοντας παράλληλα ότι ο αριθμός των αμάχων που έχουν σκοτωθεί δεν είναι γνωστός, διότι «πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από τα ερείπια».
Κουβαλώντας στα χέρια τα δοχεία με το νερό και τα τρόφιμα, η Ιρίνα ετοιμάζεται να επιστρέψει στο σπίτι της. Θέλει να πιστεύει ότι «το χειρότερο πέρασε» και θέλει «να αντέξει ακόμη μερικές εβδομάδες, μερικούς μήνες, έως ότου η κατάσταση βελτιωθεί».
Για ένα πράγμα μόνο ανυπομονεί. Θέλει να αποκατασταθούν τα δίκτυα των τηλεπικοινωνιών για να μιλήσει επιτέλους με τη δίδυμη αδελφή της και να της πει ότι είναι καλά. «Θέλω να της πω: “Ζω. Η αδερφή σου ζει”».