Στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας, η Οδησσός, που ζει εδώ και ημέρες με την αγωνία μιας επικείμενης ρωσικής επίθεσης, έμοιαζε σήμερα απατηλά ήσυχη. Όλοι προσπαθούσαν να συνεχίσουν την καθημερινότητά τους όσο πιο φυσιολογικά γινόταν. Και όλοι περίμεναν το χειρότερο.
Οι Ρώσοι ετοιμάζονται να βομβαρδίσουν αυτή τη στρατηγικής σημασίας πόλη, προειδοποίησε νωρίτερα ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, καταγγέλλοντας ένα «ιστορικό έγκλημα».
Μετά την ανακοίνωση, στην πόλη δεν επικράτησε ιδιαίτερος πανικός. Ο ήχος της σειρήνας -που ακούγεται πολλές φορές την ημέρα από την αρχή του πολέμου- φαινόταν να άφηνε αδιάφορους τους περαστικούς.
«Συνηθίσαμε»
«Το συνηθίσαμε πολύ γρήγορα», σχολίασε μια φοιτήτρια, η Νάστια. «Στην αρχή, αναπηδούσαμε, θέλαμε να τρέξουμε στα καταφύγια αλλά τώρα…» Οι ανακοινώσεις του Ζελένσκι δεν την άγχωσαν περισσότερο. «Το είχε ήδη πει την περασμένη εβδομάδα», υπενθύμισε.
Πίσω από αυτή τη φαινομενική «κανονικότητα», η Οδησσός προετοιμάζεται. Στην είσοδο της πόλης οι Ουκρανοί στρατιώτες έχουν στήσει σημεία ελέγχου. Οικογένειες γεμίζουν τα πορτ-μπαγκάζ των αυτοκινήτων τους για να φύγουν. Σύμφωνα με έναν δημοτικό σύμβουλο, τον Μιχαΐλο Σμουχκόβιτς, περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι έχουν ήδη εγκαταλείψει την πόλη, τη μία από τις τέσσερις ο πληθυσμός των οποίων ξεπερνά το 1 εκατομμύριο κατοίκους.
Στην πόλη όπου εκτυλίσσεται η περίφημη σκηνή με το καροτσάκι στη σκάλα, στο «Θωρηκτό Ποτέμκιν», οδοφράγματα, στοιβαγμένα σακιά με άμμο και μεταλλικά δοκάρια υψώνονται στις διασταυρώσεις και μπροστά από υποδομές στρατηγικής σημασίας, όπως στο λιμάνι και το δημαρχείο.
Το κέντρο της Οδησσού είναι σχεδόν έρημο και επικρατεί ησυχία – εκτός από μερικούς μικρούς δρόμους όπου οι πελάτες πίνουν ακόμη τον καφέ τους στα μαγαζιά.
«Θα επιζήσουμε»
Κάποιοι, λίγοι, περαστικοί επιστρέφουν στα σπίτια τους, με τα ψώνια στα χέρια.
Η Ιρίνα και ο Αλεξάντρ Πιβοβάρτσικ είναι δύο από αυτούς. Εκείνος, αξύριστος και με βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο, χαμογελάει όταν τον ρωτούν πώς αισθάνεται. «Κανονικά» απαντάει. «Μας έχει μείνει η ελπίδα», παρεμβαίνει η Ιρίνα. Όπως κάθε ημέρα, θα επιστρέψουν στο σπίτι τους, θα κλειδώσουν και θα καθίσουν να φάνε. «Θα επιζήσουμε», λέει ο Αλεξάντρ.
Λίγο μακρύτερα, η Άνια, μια 26χρονη γυναίκα που μοιάζει νεότερη, σαν έφηβη, παραδέχεται ότι έχει πανικοβληθεί. Αλλά μόνο τα μάτια της προδίδουν τον φόβο. Είχε πάει για ψώνια με φίλους της και έχει προετοιμάσει το διαμέρισμά της και το υπόγειο για να αντιμετωπίσει το μέλλον.
Λίγους δρόμους πιο πέρα, τα εστιατόρια του Odessa Food Market έχουν μετατραπεί σε αποθήκες τροφίμων και ρουχισμού για τους «φύλακες», τον «παράλληλο στρατό» των εθελοντών πολιτών. Γύρω από τον τεράστιο δράκοντα που είχαν κρεμάσει για να γιορτάσουν την κινεζική πρωτοχρονιά -στις αρχές Φεβρουαρίου, μια αιωνιότητα πριν- και μπροστά από μια πινακίδα που διαφημίζει «λάδια και κρασί», οι εθελοντές τακτοποιούν τα πράγματα, τα ξεδιαλέγουν, κάποιοι φλυαρούν.
Ο Πέτρο Ομπούκοφ, μέλος του τοπικού δημοτικού συμβουλίου, παρακολουθεί με υπερηφάνεια τον χώρο. «Ανοίξαμε αυτό το κέντρο από τις πρώτες ημέρες της εισβολής και ο κόσμος έρχεται καθημερινά για να φέρει τρόφιμα και ρούχα», λέει.
«Ήμασταν σοκαρισμένοι, θέλαμε να κάνουμε κάτι για να βοηθήσουμε τους μαχητές μας και μας δόθηκε αυτή η ευκαιρία», σχολίασε η Ίνγκα Κορντινόφσκα, μια νεαρή γυναίκα που είχε την ιδέα να μαζέψει είδη πρώτης ανάγκης. «Προηγουμένως, ήμουν δικηγόρος. Όλα άλλαξαν μέσα σε μια ημέρα», λέει.
«Προετοιμαζόμαστε. Μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Αν και, ποτέ δεν μπορείς να είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο», υπογραμμίζει ο αντιδήμαρχος Μιχαΐλο Σμουχκόβιτς.
πηγή: nytimes.com