Η κυβέρνηση της Αυστραλίας ζήτησε συγγνώμη από τρεις γυναίκες που εργάστηκαν για το πιο ισχυρό δικαστήριο της χώρας, αποδίδοντάς τους ένα ποσό που δεν έχει γίνει γνωστό στο πλαίσιο διακανονισμού, για σεξουαλική παρενόχλησή τους από δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Ο διακανονισμός επιτεύχθηκε σχεδόν δύο χρόνια μετά την επανεξέταση που διενεργήθηκε για το δικαστήριο και η οποία κατέληξε πως έξι γυναίκες μέλη του προσωπικού είχαν παρενοχληθεί σεξουαλικά από τον Ντάισον Χέιντον, που διετέλεσε δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αυστραλίας για μια δεκαετία έως το 2013, μεταδίδει το ΑΜΠΕ.
Η Γενική Εισαγγελέας Μικάλια Κας ανέφερε σε ανακοίνωση που εξέδωσε σήμερα πως η κυβέρνηση αναγνωρίζει τη γενναιότητα των τριών γυναικών που τόλμησαν να πουν τις ιστορίες τους.
«Τις ακούσαμε και ζητάμε συγγνώμη», είπε. «Η αυστραλιανή κυβέρνηση λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη της τη σεξουαλική παρενόχληση – η παρενόχληση είναι απαράδεκτη σε οποιοδήποτε πλαίσιο».
Αρνείται τις κατηγορίες ο δικαστής
Δικηγόροι που εκπροσωπούν τον Χέιντον είχαν πει σε τοπικά ΜΜΕ πως αρνείται κάθε κατηγορία για επιθετική συμπεριφορά ή παράνομες ενέργειες και «αν οποιαδήποτε συμπεριφορά εκ μέρους του έχει προκαλέσει κάποια προσβολή, το αποτέλεσμα αυτό ήταν αθέλητο και ακούσιο, και ζητεί συγγνώμη για οποιαδήποτε προσβολή τυχόν έχει προκληθεί».
Η δήλωση των συνηγόρων του Χέιντον το 2020 σημείωνε πως η έρευνα διεξήχθη από δημόσιο λειτουργό και όχι δικαστή. Η νομική εταιρία Speed and Stracey δεν αποκρίθηκε σε αίτημα για σχόλια σήμερα.
Η κυβέρνηση Μόρισον, η οποία αντιμετωπίζει εκλογές τον Μάιο, έχει επικριθεί για τη διαχείριση σειρά υποθέσεων σεξουαλικής παρενόχλησης, κακοποίησης, και διακρίσεων, και είχε ξεκινήσει την ομιλία της στο κοινοβούλιο την περασμένη εβδομάδα ζητώντας συγγνώμη από μέλη του προσωπικού που είχαν υποστεί κακοποίηση εκεί.
Δύο γνωστές ακτιβίστριες για τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, η πρώην «Αυστραλιανή της χρονιάς» Γκρέις Τέιμ και η πρώην κυβερνητική υπάλληλος Μπρίτανι Χίγκινς, που δηλώνει ότι βιάστηκε σε γραφείο υπουργού στο κοινοβούλιο από συνάδελφό της, δήλωσαν την επόμενη ημέρα σε ομιλίες τους πως χρειάζονται περισσότερο πράξεις παρά λόγια.
Η πρώτη καταγγελία έγινε το 2019
Οι τρεις γυναίκες που έλαβαν την κυβερνητική αποζημίωση εργάστηκαν ως βοηθοί δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο και διαμαρτυρήθηκαν για πρώτη φορά για τη μεταχείριση που είχαν υποστεί το 2019, προκαλώντας την έναρξη έρευνας.
Ο συνήγορος των γυναικών, Τζος Μπόρνσταϊν, δήλωσε πως μια μη κοινοποιήσιμη συμφωνία δεν επιτρέπει τη συζήτηση για το ποσό της αποζημίωσης που κατέβαλε η κυβέρνηση, όμως οι γυναίκες αισθάνονται ανακούφιση για την ολοκλήρωση των απαιτήσεών τους και ικανοποιημένες με τους διακανονισμούς που επιτεύχθηκαν.
«Μου ζήτησαν να μεταφέρω την ισχυρή πεποίθησή τους ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να ντρέπονται να επιδιώκουν οικονομικούς διακανονισμούς για υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης, επειδή η σεξουαλική παρενόχληση θα αρχίσει να υποχωρεί μόνο όταν υπάρξει σαφής αναγνώριση ότι έχει ένα σημαντικό κόστος σε εμπλεκόμενους οργανισμούς και άτομα», ανέφερε σε μια δήλωση.
Ο Χέιντον ήταν επίσης συγγραφέας νομικών κειμένων, ορισμένα από τα οποία δημοσιεύθηκαν από την Thomson Reuters, τη μητρική εταιρία του πρακτορείου Reuters. Το 2020 η εταιρία δήλωσε ότι αναθεωρεί τη σχέση της με τον Χέιντον υπό το φως των ευρημάτων.
Η Thomson Reuters δεν ανταποκρίθηκε προσώρας σε αίτημα για σχόλια.