Οι δίγλωσσοι απολαμβάνουν αρκετά οφέλη, χάρη στην ικανότητά τους να ομιλούν διαφορετικές γλώσσες: καλύτερες προοπτικές στους χώρους εργασίας, αλλά και ενίσχυση των γνωστικών ικανοτήτων τους και προστασία κατά της εμφάνισης άνοιας.
Σύμφωνα με μια νέα έρευνα, φαίνεται πως εκτός από αυτά έχουν και διαφορετική οπτική για τον κόσμο, ανάλογα με τη γλώσσα με την οποία «λειτουργούν».
Τα τελευταία 15 χρόνια έχουν γίνει πολλές έρευνες επάνω στα δίγλωσσα μυαλά, με την πλειοψηφία των στοιχείων να δείχνουν προς την πλευρά των απτών πλεονεκτημάτων της χρήσης παραπάνω από μιας γλώσσας. Η εναλλαγή ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες φαίνεται ότι εκπαιδεύει το μυαλό, πιέζοντάς το να γίνει πιο ευέλικτο.
Ακριβώς όπως η σωματική άσκηση προσφέρει οφέλη στον οργανισμό, ο διανοητικός έλεγχος δύο ή περισσοτέρων γλωσσών προσφέρει γνωστικές ικανότητες στον εγκέφαλο. Μάλιστα, αυτή η διανοητική ευελιξία αποφέρει τα οφέλη της κυρίως στα μετέπειτα στάδια της ζωής. Όπως έχουν δείξει έρευνες, οι δίγλωσσοι αργούν να εμφανίσουν σημάδια γνωστικής γήρανσης, ενώ και τα συμπτώματα που σχετίζονται με εκφυλιστικές διαταραχές, όπως η άνοια ή το Αλτσχάιμερ καθυστερούν έως και πέντε χρόνια.
Σύμφωνα με μια έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Psychological Science, μια ομάδα ερευνητών μελέτησε δίγλωσσους (γερμανικά-αγγλικά) και μονόγλωσσους, προκειμένου να διαπιστώσει πόσο τα διαφορετικά μοτίβα της κάθε γλώσσας επηρέαζε τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούσαν στα πειράματα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσοι μιλούν γερμανικά έχουν μια πιο ολιστική άποψη για τον κόσμο –τείνουν να κοιτάζουν τα γεγονότα συνολικά. Αντίθετα, όσοι μιλούν αγγλικά τείνουν να επικεντρώνονται μόνο στη δράση ενός γεγονότος.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα του βρετανικού Independent, η γλωσσική βάση αυτής της τάσης φαίνεται να σχετίζεται με τον τρόπο που τα διαφορετικά γραμματικά εργαλεία αντιμετωπίζουν τις δράσεις στο χρόνο. Τα αγγλικά απαιτούν από τους ομιλητές τους να σηματοδοτούν γραμματικά τα γεγονότα που βρίσκονται σε εξέλιξη (με την κατάληξη –ing). Τα γερμανικά δεν έχουν αυτό το χαρακτηριστικό.
Οι έρευνες σε όσους μιλούν δύο γλώσσες, δείχνουν μια σχέση ανάμεσα στη γλωσσική επάρκεια, όπως γραμματικές γνώσεις και τη συχνότητα με την οποία οι ομιλητές αναφέρουν τους στόχους των γεγονότων.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ακόμη, ότι οι γερμανοί μονόγλωσσοι είναι πιο πιθανό να εστιάζουν στα πιθανά αποτελέσματα των πράξεων ενός ανθρώπου, ενώ οι άγγλοι ομιλητές δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στην ίδια την πράξη.
Σε ό,τι αφορά τους δίγλωσσους ομιλητές, καταλήγει το δημοσίευμα, αυτοί φαίνεται ότι αλλάζουν την οπτική τους ανάλογα με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν.