«Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη για να γίνουμε Εσθονία», είχε πει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, εν έτει 2012, σε μια συνέντευξή του σε τηλεοπτικό πάνελ, ως τότε υπουργός οικονομικών, αναφερόμενος στο ενδεχόμενο να μειωθούν οι μισθοί της χώρας στα επίπεδα της μικρής βαλτικής χώρας.

Τρία χρόνια αργότερα, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, η γερμανική Die Welt παρουσίασε τη θέση της υπουργού οικονομικών της χώρας, στην οποία εξέφραζε πως «η κλάψα της Ελλάδας ενοχλεί τα πρώτα θύματα της κρίσης».

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η Μαρίς Λαουρί, νέα υπουργός οικονομικών της Εσθονίας, δήλωνε ενοχλημένη από την στάση του έλληνα ομολόγου της, ο οποίος χαρακτήρισε την κατάσταση της χώρας μας ως «ανθρωπιστική κρίση», υπογραμμίζοντας πως η χώρα της πέτυχε να ξεφύγει της κρίσης «έχοντας απλά μια ξεκάθαρη θέση απέναντι στο λαό της».

Η Εσθονία που μαζί με τις Λετονία και Λιθουανία, αποκαλούνταν «Οι τίγρεις της Βαλτικής» εξαιτίας της γρήγορης ανάπτυξής τους, παρόμοια με εκείνη των ασιατικών χωρών, αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers. Το ξεπέρασε, αλλά το 2009 η κατάσταση χειροτέρευσε με την ανεργία να εκτοξεύεται. «Το καλό παιδί» της Ευρώπης υπερπήδησε και αυτό το εμπόδιο. Σήμερα, παρά το γεγονός πως ανήκει στις 5 φτωχότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το ΑΕΠ της να αναλογεί μόλις στο 0,2% του κοινοτικού, δεν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με την οικονομία της, το δημόσιο χρέος της ή την ανεργία της ενώ η φοροδοτική συμμόρφωση των πολιτών ξεπερνά το εντυπωσιακό 93%!

Πώς τα καταφέρνει όμως η φτωχή συγγενής της Ευρώπης και δεν δανείζεται από τις αγορές, καταρρίπτοντας με τον τρόπο αυτό τον κανόνα που θέλει τις μικρότερες οικονομίες της Ευρώπης να αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα;

Η εσθονική οικονομία δε λειτουργεί με τους όρους μιας σύγχρονης οικονομίας
Η απομακρυσμένη χώρα, τοποθετημένη στην ανατολική γωνιά του χάρτη, αντίθετα με τις προβλέψεις επενδυτών αναλυτών και ξένων οίκων, δεν απασχόλησε ποτέ μέχρι τώρα τα μέλη των τεχνικών επιτελείων και του Eurogroup και δε φαντάζει πιθανό να τα απασχολήσει και στο μέλλον. Πέρα των δηλώσεων της υπουργού Οικονομικών της χώρας, το σίγουρο είναι πως η εσθονική οικονομία δε λειτουργεί με τους όρους μιας σύγχρονης οικονομίας. Δε δανείζεται οπότε κατ’ επέκταση δεν αντιμετωπίζει τα συνήθη προβλήματα κάθε αναπτυγμένης οικονομίας.

Εισηγμένη στην ζώνη του ευρώ εδώ και τέσσερα χρόνια, έχει να εκδώσει ομόλογο πάνω από δέκα χρόνια, τελευταία φορά ήταν το 2002 όπου εκδόθηκε ένα δεκαετούς ωρίμανσης. Σήμερα το ομόλογο έχει εξοφληθεί χωρίς να αντικατασταθεί χωρίς δηλαδή να μετακυλήσει το χρέος στο διηνεκές μέσω νέων εκδόσεων. Δεδομένης της απουσίας νέων εκδόσεων χρέους καθώς και γενικότερα της έκδοσης ομολόγων, το ποσοστό του δημοσίου χρέους της χώρας, που άγγιξε πέρυσι το 9,6% του ΑΕΠ, φαντάζει υψηλό.
 
Στην αποφυγή της οικονομικής δουλείας της χώρας σίγουρα συμβάλλει το μικρό μέγεθός της, 1,3 εκατ. κάτοικοι και συνολική έκταση 45.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Έχοντας ανεξαρτητοποιηθεί το 1991 από την Σοβιετική Ένωση, οι κυβερνώντες έθεσαν ως στόχο να προσεγγίσουν τις ευρωπαϊκές δυτικές οικονομίες. Η χώρα έγινε μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ το 2004 ενώ το ευρώ υιοθετήθηκε μόλις το 2011. Τα χρόνια πριν την εισαγωγή της η Εσθονία κινήθηκε με δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων με όρους που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σχετικά συμβατοί.

Οι φορές που απευθύνθηκε στις αγορές για ρευστότητα, ήταν ελάχιστες και πραγματοποιήθηκαν στην πλειονότητά τους μέσω σύντομων σε διάρκεια εκδόσεων.

Παραδείγματα χωρών που χρεοκόπησαν από τα «ανοίγματά» τους, όπως εκείνο της Ρωσίας το 1997-98, φαίνεται να έχουν αυθυποβάλλει τους ηγέτες στην σχετικά ακριβότερη αλλά πιο σίγουρη επιλογή ρευστότητας με απευθείας δανειακές συμβάσεις από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων με ταυτόχρονη όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απορρόφηση των κεφαλαίων που διατίθενται στη χώρα μέσω ευρωπαϊκών ταμείων.



Η επένδυση στη βιομηχανία της Πληροφορικής
Τρανό παράδειγμα της προαναφερθείσας εποικοδομητικής απορρόφησης κεφαλαίων από τα ευρωπαϊκά ταμεία είναι αυτό της τεχνογνωσίας την οποία η χώρα είναι σήμερα σε θέση να εξάγει ακόμα και στην Ελλάδα. Αρχής γενομένης από την προηγούμενη δεκαετία η Εσθονία επένδυσε στη βιομηχανία της Πληροφορικής, εκπαιδεύοντας δωρεάν όλους τους ενηλίκους στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών με ρυθμούς θεαματικούς, 100.000 άτομα ετησίως. Κάπως έτσι τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν με τη σειρά τους εντυπωσιακά με τα νούμερα να επιβεβαιώνουν το προφανές. Πάνω από το 76% τους πληθυσμού μπαίνει και χρησιμοποιεί καθημερινά το διαδίκτυο ενώ το ποσοστό για τους κάτω των 35 ετών εκτινάσσεται στο απίθανο 98%.

Αναμενόμενο ήταν λοιπόν η ηλεκτρονική διακυβέρνηση που εφαρμόζεται εδώ και μερικά χρόνια να παρέχει στους πολίτες όλες τις υπηρεσίες διαδικτυακά. Το 95% των φορολογικών δηλώσεων γίνεται ηλεκτρονικά, ενώ στις τελευταίες εκλογές το ¼ του πληθυσμού επέλεξε να ψηφίσει μέσω του υπολογιστή. Με την ηλεκτρονική τους ταυτότητα οι πολίτες έχουν δωρεάν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, κοινωνικά προγράμματα και επιδόματα, εκπαίδευση ακόμα και άθληση. Δεδομένης της τεχνογνωσίας, πολλές είναι και οι διμερείς συμφωνίες για την εξαγωγή της – ειδικά στους τομείς της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, (e-government) και της καταπολέμησης της διαφθοράς – οι οποίες έχουν  κατά κύριο λόγο συναφθεί με ευρωπαϊκές χώρες, μια εξ’ αυτών και η Ελλάδα.

Η τεχνολογική εξειδίκευση και πρωτοπορία της χώρας όμως δεν προσέφερε μόνο τα έσοδα από την εξαγωγή της. Οι σχέσεις πρότυπο, κράτους-πολιτών, που αναπτύχθηκαν με αφορμή την ηλεκτρονική διακυβέρνηση της χώρας, έδωσε στο κράτος την δυνατότητα να μειώσει την φορολογική επιβάρυνση και παρόλα αυτά να έχει περισσότερα έσοδα. Λάμβανε μεν λιγότερα από κάθε υπόχρεο αλλά ήταν πολύ μεγαλύτερη φοροεισπρακτική συμμόρφωση των πολιτών. Έτσι ο φόρος εισοδήματος, ενιαίος για τα φυσικά πρόσωπα, μειώθηκε στο 21% από 26% που ήταν το 2004 και το ποσοστό της φοροδοτικής συμμόρφωσης ξεπέρασε το 93%, ποσοστό ρεκόρ στην Ευρωζώνη.

Σε αντίθεση με όλα αυτά, όμως, η Εσθονία παραμένει στην πεντάδα των φτωχότερων χωρών της ευρωζώνης. Αυτός είναι ίσως ο λόγος που οικονομολόγοι και επιχειρηματίες, ειδικά τώρα που η ΕΚΤ ξεκινά πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, πιέζουν την κυβέρνηση να πάψει να κρατά ομπρέλα όταν βρέχει ευρώ και να ανοιχτεί για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τα φτηνά κεφάλαια χρηματοδότησής για βασικά έργα υποδομών, όπως η κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου και νέων αυτοκινητοδρόμων.

Η αντίσταση της κυβέρνησης παραμένει σθεναρή με το βασικότερο επιχείρημα να κάνει λόγο για περαιτέρω ενδυνάμωση της οικονομίας πριν υποκύψει στις Σειρήνες των αγορών. Συγκεκριμένα το άνοιγμα προβλέπεται για όταν το ΑΕΠ της χώρας ξεπεράσει το 75% του κοινοτικού μέσου όρου, το οποίο σήμερα αγγίζει το 73%, μια διαδρομή δηλαδή που εκτός από δύσκολη φαντάζει σίγουρα και μακρά.