«Με νικήσατε». Με αυτές τις δυο μόνο λέξεις αντιμετώπισε στωικά την σύλληψή του από τις κολομβιανές αρχές ο πιο επικίνδυνος (και σίγουρα Νο1 μέχρι προχθές) διακινητής ναρκωτικών σε όλο τον κόσμο και αρχηγός της μεγαλύτερης εγκληματικής συμμορίας της Κολομβίας, της Clan del Golfo.
Ο Ντάιρο Αντόνιο Ούσουγα ή «Οτονιέλ», γνωστός στις διωκτικές αρχές τόσο της χώρας του, όσο και αυτές της Λατινικής Αμερικής αλλά και των ΗΠΑ (οι οποίες τον είχαν επικηρύξει για πέντε εκατ. δολάρια), ως «Πάμπλο Εσκομπάρ του 21ου αιώνα», συνελήφθη πριν μερικά 24ωρα μετά από έρευνες ετών κατά τη διάρκεια μιας συντονισμένης αστυνομικής και στρατιωτικής επιχείρησης της κολομβιανής κυβέρνησης, η οποία μάλιστα δεσμεύτηκε να τον εκδώσει στις Ηνωμένες Πολιτείες προκειμένου να περάσει από δίκη.
Στην επιχείρηση πήραν μέρος πάνω από 700 αστυνομικοί και στρατιωτικοί με την υποστήριξη 18 ελικοπτέρων και ήταν η μεγαλύτερη που πραγματοποιήθηκε ποτέ στην ιστορία της χώρας για την σύλληψη ενός και μόνο ανθρώπου –αλλά, ασφαλώς, ο Ούσουγα δεν ήταν ένας τυχαίος «άνθρωπος».
Η κυβέρνηση της χώρας είχε εξαρχής προσφέρει αμοιβή 800.000 δολαρίων για πληροφορίες σχετικά με το πού βρισκόταν, ενώ οι ΗΠΑ έδωσαν ήδη στην κολομβιανή κυβέρνηση τα «εύρετρα» των πέντε εκατομμυρίων δολαρίων.
Η σύλληψη του 50χρονου Οτονιέλ, που πραγματοποιήθηκε μέσα στο κρησφύγετο του στην περιοχή Νεκόκλι, μέσα στην αφιλόξενη ζούγκλα της βορειοδυτικής Κολομβίας, πολύ κοντά στα σύνορα με τον Παναμά, αποτελεί το μεγαλύτερο πλήγμα που κατόρθωσε να πετύχει η κολομβιανή κυβέρνηση στο οργανωμένο έγκλημα στη χώρα από την εποχή της δολοφονίας του Πάμπλο Εσκομπάρ, τον Δεκέμβριο του 1993, δηλαδή πριν σχεδόν 30 χρόνια -γεγονός που παραδέχθηκε και ο πρόεδρος της χώρας, Ιβάν Ντούκε, ο οποίος χαιρέτισε τη σύλληψη του Οτονιέλ σε τηλεοπτικό του μήνυμα αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «αυτό είναι το μεγαλύτερο πλήγμα κατά της διακίνησης ναρκωτικών στη χώρα μας αυτόν τον αιώνα και είναι συγκρίσιμο μόνο με την πτώση του Πάμπλο Εσκομπάρ τη δεκαετία του 1990».
Η άνοδος και η πτώση του Οτονιέλ
Η Clan del Golfo αποτελεί εδώ και περίπου είκοσι χρόνια την ισχυρότερη συμμορία διακινητών ναρκωτικών στην Κολομβία, καθώς και τον μεγαλύτερο εξαγωγέα κοκαΐνης στον κόσμο.
Ο Οτονιέλ έγινε ο επικεφαλής της Clan del Golfo, αφού ο προηγούμενος αρχηγός της – ο αδερφός του – σκοτώθηκε από την αστυνομία σε μια επιδρομή σε πάρτι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πριν από σχεδόν δέκα χρόνια.
Η συμμορία, η οποία δρα σε πολλές επαρχίες και έχει εκτεταμένες διεθνείς διασυνδέσεις, ασχολείται με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και ανθρώπων, την παράνομη εξόρυξη χρυσού και τους εκβιασμούς, ενώ έχει σταθερή, δυναμική και στιβαρή παρουσία σε σχεδόν 300 δήμους σε όλη τη χώρα, σύμφωνα με το ανεξάρτητο ινστιτούτο Indepaz.
Πιστεύεται ότι έχει περίπου 1.800 ένοπλα μέλη που στρατολογούνται κυρίως από ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες, ενώ μέλη της έχουν συλληφθεί μέχρι την Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Ονδούρα, το Περού και την Ισπανία.
Μάλιστα, ομοσπονδιακά δικαστήρια του Μπρούκλιν και του Μαϊάμι τον κατηγόρησαν ότι εισήγαγε στις ΗΠΑ τουλάχιστον 73 μετρικούς τόνους κοκαΐνης μεταξύ 2003 και 2014 μέσω χωρών, όπως η Βενεζουέλα, η Γουατεμάλα, το Μεξικό, ο Παναμάς και η Ονδούρα, ενώ ο πρόεδρος Ντούκε δήλωσε ότι ο Οτονιέλ είναι επίσης υπεύθυνος για τη δολοφονία αστυνομικών, τη στρατολόγηση ανηλίκων και τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών.
Ο Οτονιέλ θα εκδοθεί μέσα στα επόμενα 24ωρα στις ΗΠΑ, ενώ κατόπιν θα μεταφερθεί εκεί κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και θα δικαστεί μέσα στο 2022 από ομοσπονδιακό δικαστήριο, με την ποινή του να αναμένεται να είναι ίσως και τα ισόβια δεσμά, όπερ και σημαίνει ότι θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του έγκλειστος μέσα σε μια αμερικανική φυλακή υψίστης ασφαλείας.
Η Κολομβία συνεχίζει να κατατάσσεται πάντα στην πρώτη θέση παγκοσμίως ως προς την παραγωγή κοκαΐνης, ενώ οι ΗΠΑ παραμένουν η χώρα όπου διακινούνται και αγοράζονται οι μεγαλύτερες ποσότητες σε παγκόσμια κλίμακα.
Πάντως, το πρόβλημα με την διακίνηση ναρκωτικών στην Κολομβία συνεχίζει (και θα συνεχίσει) να είναι έντονο και μετά την σύλληψη του Οτονιέλ. Η κυβέρνηση του δεξιού προέδρου κατηγορεί και άλλες ένοπλες οργανώσεις, όπως τον Στρατό Εθνικής Απελευθέρωσης (ELN), αλλά και τους αποστάτες της πρώην οργάνωσης ανταρτών FARC, που κατέθεσε τα όπλα στο πλαίσιο της συμφωνίας ειρήνης του 2016, πως χρηματοδοτούνται από τα έσοδα της διακίνησης ναρκωτικών και της παράνομης εκμετάλλευσης μεταλλείων, κυρίως χρυσωρυχείων.
Και το πρόβλημα θα συνεχίσει, όπως όλα δείχνουν, να διαιωνίζεται στην λατινοαμερικανική χώρα, η οποία δεν έχει περάσει και λίγα τα τελευταία πενήντα χρόνια, εξαιτίας του Νο1 ένα εξαγώγιμου προϊόντος της.