Το απόγευμα της 13ης Νοεμβρίου του 2015 ήταν ένα ήρεμο φθινοπωρινό δειλινό στο 10ο και 11ο διαμέρισμα του Παρισιού και στο προάστιο του Σαιν-Ντενί. Ο κόσμος ήταν έξω, κάνοντας βόλτες, πίνοντας και τρώγοντας στα μπιστρό και τα εστιατόρια και πηγαίνοντας μέχρι και σε συναυλίες σε συναυλιακούς χώρους όπως το φημισμένο Bataclan (Μπατακλάν).
Κανείς, ωστόσο, ούτε καν ο πιο απαισιόδοξος εγκέφαλος δεν περίμενε αυτό που θα επακολουθούσε μέσα στις επόμενες ώρες.
Γύρω στις 9 το βράδυ (τοπική ώρα Γαλλίας) και για τις επόμενες τρεις περίπου ώρες έγιναν επτά ανεξάρτητες επιθέσεις και τρεις ξεχωριστές εκρήξεις, στο Σταντ ντε Φρανς στο Σαιν-Ντενί, βόρεια του κέντρου της πρωτεύουσας και αλλού στο Ιλ-ντε-Φρανς.
Και μετά ξεκίνησε το μεγάλο μακελειό κατά αθώων πολιτών: απανωτοί και διαδοχικοί πολυβολισμοί αναφέρθηκαν γύρω από την οδό Αλιμπέρ, την οδό Ντε λα Φοντέν ο Ρουά, την οδό Ντε Σαρόν, στο θέατρο Μπατακλάν στο μπουλεβάρ Βολταίρ, την λεωφόρο ντε λα Ρεπουμπλίκ και το μπουλεβάρ Μπομαρσαί.
Η επίθεση με τα περισσότερα θύματα έγινε στο Μπατακλάν, όπου οι ένοπλοι κράτησαν ομήρους τους ακροατές της συναυλίας του συγκροτήματος των Eagles of Death Metal και έδωσαν μάχη με την αστυνομία μέχρι τη 1 τα ξημερώματα της 14ης Νοεμβρίου.
Κατά τη διάρκεια των επιθέσεων σκοτώθηκαν 8 ένοπλοι, δυστυχώς όμως δολοφονήθηκαν και 90 άνθρωποι μέσα στο Μπατακλάν, ενώ άλλοι 39 σκοτώθηκαν από τα πυρά των τρομοκρατών στους δρόμους γύρω από το Μπατακλάν – επιπρόσθετα, περισσότεροι από 200 άνθρωποι τραυματίστηκαν από τις αιματηρές τρομοκρατικές επιθέσεις.
Ο αντίκτυπος των επιθέσεων ήταν τόσο μεγάλος ώστε σε τηλεοπτική του δήλωση τα μεσάνυχτα, ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ κήρυξε την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και, σε μια κίνηση άνευ προηγουμένου, έκλεισε τα σύνορα της Γαλλίας.
Τα τραύματα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις αυτές, που έλαβαν χώρα πριν 6 χρόνια, δεν έχουν κλείσει, ασφαλώς ακόμη. Είναι τόσο βαθιά χαραγμένα στο γαλλικό συλλογικό υποσυνείδητο ώστε θα πάρει χρόνια, ίσως και δεκαετίες, μέχρι να κλείσουν.
Και σίγουρα, τα τραύματα θα ξανανοίξουν με την δίκη των πρωταιτίων της επίθεσης που ξεκίνησε ήδη στη χώρα, σε μια υπόθεση που τα γαλλικά ΜΜΕ χαρακτηρίζουν ως «την δίκη του αιώνα», μια περίπλοκη νομική διαδικασία με εκατοντάδες τόμους δικογραφίας, δεκάδες μάρτυρες, 330 δικηγόρους και εννέα δικαστές. Μια δίκη που αναμένεται να τελειώσει τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 2022.
Συνολικά, θα δικαστούν 14 από τους κατηγορούμενους ενώ άλλοι έξι θα δικαστούν ερήμην – αν και ένας από αυτούς πιθανόν να έχει σκοτωθεί στη Συρία από αμερικανική επίθεση κατά του ISIS.
Ενας μόνο από αυτούς θα παρουσιαστεί στο δικαστήριο, ο Σαλάχ Αμπντελσλάμ, 31 ετών, ο οποίος πέταξε τη ζώνη με τα εκρηκτικά που φορούσε για να ανατιναχθεί και το έσκασε για τις Βρυξέλλες. Οι άλλοι 13 κατηγορούμενοι, οι περισσότεροι Γάλλοι και Βέλγοι βορειοαφρικανικής καταγωγής, αντιμετωπίζουν διάφορες κατηγορίες αλλά δεν θα παρουσιαστούν αυτοπροσώπως, αλλά μόνο μέσω των συνηγόρων υπεράσπισής τους.
Η δικογραφία, που ξεπερνάει το ένα εκατομμύριο σελίδες, κατονομάζει ως θύματα της επίθεσης πάνω από 1.800 άνθρωποι (επιζώντες, τραυματίες και άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενους).
Η δίκη διεξάγεται σε μια ειδικά κατασκευασμένη δικαστική αίθουσα 550 θέσεων και φυσικά έχουν ενισχυθεί σημαντικά τα μέτρα ασφαλείας, ειδικά καθώς το περασμένο φθινόπωρο κατά την διάρκεια της αντίστοιχης δίκης των δραστών της επίθεσης στο σατιρικό περιοδικό Charlie Hebdo, ένας νεαρός τσετσένος ισλαμιστής αποκεφάλισε, ως αντίποινα, τον καθηγητή Σαμιουέλ Πατί.
Μια δίκη στο πολιτικό «οπλοστάσιο» του Μακρόν
Η δίκη διαθέτει ασφαλώς και μια έντονη πολιτική χροιά καθώς διεξάγεται ταυτόχρονα με την προεκλογική περίοδο και η λήξη της συμπίπτει, διόλου τυχαία, με τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου του 2022. Όπως σημειώνει ο Guardian, είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο πρόεδρος Μακρόν θα κεφαλαιοποιήσει σε πολιτικό επίπεδο την νομική αυτή διαδικασία (όπως και την διαβόητη «ισλαμική τρομοκρατία») προκειμένου να εξασφαλίσει την επανεκλογή του στο ύπατο αξίωμα της χώρας.
Όπως σημειώνει βέβαια το βρετανικό δημοσίευμα, η δίκη ουσιαστικά δικάζει τους πρωταίτιους της επίθεσης και όχι το ίδιο το γαλλικό κράτος και την (ελλιπή ή όχι) ανταπόκρισή του απέναντι στις επιθέσεις. Η Γαλλία και η τότε κυβέρνησή της δεν κάθονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, προς μεγάλη λύπη των συγγενών των νεκρών οι οποίοι αναζητούν απεγνωσμένα απαντήσεις σε φλέγοντα ερωτήματα: Θα μπορούσε να αποτραπεί το μακελειό; Οι μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν τα σχέδια των τρομοκρατών και δεν ενήργησαν άμεσα προκειμένου να αποτραπεί όλο αυτό το αιματοκύλισμα;
«Αυτή η δίκη είναι απαραίτητη όχι μόνο προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη, αλλά και για να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη των νεκρών της επίθεσης. Πρέπει αυτό το μήνυμα να περάσει και στις επόμενες γενιές», καταλήγει με νόημα η Πατρίσια Κορέια, που έχασε την κόρη της μέσα στο Μπατακλάν.
Όπως φαίνεται, όμως, ίσως κάποια ερωτήματα, όπως το ποιοι ήταν οι ενορχηστρωτές της όλης επίθεσης, ίσως να μην απαντηθούν ποτέ.