Πριν σαράντα χρόνια, σαν σήμερα, ένας φοβερός κυκλώνας ισοπέδωσε την πόλη Ντάργουιν της Βόρειας Αυστραλίας.
Μια πόλη που, σε ένα μεγάλο βαθμό, ξαναχτίστηκε από Έλληνες και συγκεκριμένα από καλύμνιους τεχνίτες. Και δεν είναι τυχαίο ότι το Ντάργουϊν και η Κάλυμνος είναι αδελφές πόλεις, αν και στην αυστραλιανή πόλη ζουν περισσότεροι Καλύμνιοι, από ότι στο νησί.
Με την ευκαιρία της θλιβερής επετείου, το ABC θυμήθηκε και την ιστορία μιας φωτογραφίας που σημάδεψε τότε την αυστραλιανή και τη διεθνή γνώμη, με πρωταγωνίστριες τρεις Ελληνίδες.
Αυτά έγραψε το ABC:
«Παραμονή Χριστουγέννων 1974. Η πόλη του Ντάργουϊν στολισμένη περιμένει με ανυπομονησία τον ερχομό του Αϊ-Βασίλη. Οι άνθρωποι βιαστικοί στους δρόμους κάνουν τα τελευταία τους ψώνια. Πολλοί, από την ελληνική παροικία, ετοιμάζονται για την μεταμεσονύκτια λειτουργία. Τίποτε δεν προμηνύει το κακό που θα ξεσπάσει σε λίγες ώρες.
Κανείς δεν φαντάζεται ότι η μανία ενός κυκλώνα θα ισοπεδώσει σχεδόν την πόλη και θα αφήσει τους περισσότερους άστεγους. Από τους 47.000 κατοίκους, θα πουν αργότερα οι στατιστικές, 41.000 βρήκαν τα σπίτια τους σωριασμένα σε ερείπια. Εβδομήντα έχασαν τη ζωή τους, ενώ μεγάλος ήταν ο αριθμός εκείνων που τραυματίστηκαν.
Τα φλας των φωτορεπόρτερ δουλεύουν ασταμάτητα. Οι εικόνες που απαθανατίζουν μιλούν εύγλωττα για την τραγωδία που έπληξε τον τόπο εντελώς απροσδόκητα.
Μια από αυτές ξεχωρίζει για την ένταση του πόνου, της απόγνωσης, της απελπισίας, αλλά και της μητρικής στοργής που απεικονίζεται στο πρόσωπο της μητέρας που κρατά στην αγκαλιά της τα δυο της παιδιά. Το ένα τρομοκρατημένο από ό,τι έχει δει, το άλλο αποκαμωμένο, σχεδόν άπνοο. Η φωτογραφία είναι του Vic Summers, γίνεται πρωτοσέλιδη στο Sydney Sun και ταξιδεύει σ’ όλον τον κόσμο.
Κανείς εντούτοις δεν υποψιάζεται, τότε, ότι θα ζει… 40 χρόνια αργότερα. Η αποκάλυψη γίνεται σήμερα, όταν πληροφορούμαστε ότι η μητέρα στη φωτογραφία είναι η Μαριάννα Γκάτη με τις δύο κόρες της, την Πόπη και τη Νεκταρία.
Οι μνήμες γυρίζουν πίσω ζωηρές και πεντακάθαρες. Παραμονή Χριστουγέννων. Όλα έτοιμα στο σπίτι της οικογένειας Γκάτη για τη μεγάλη γιορτή. Η Μαριάνα αποφασίζει να τα πάει από νωρίς στην αδελφή της για να μπορέσει η ίδια να παρακολουθήσει την μεταμεσονύκτια λειτουργία.Σχέδια που θα σαρώσει ο φοβερός κυκλώνας Tracy σε λίγες ώρες και θα σκορπίσει τον πανικό.
Οι δυο οικογένειες βλέπουν τα παράθυρα να ξεκολλάνε, τα τζάμια να χοροπηδούν στον αέρα και τρέχουν να βρούνε καταφύγιο στο υπόγειο του σπιτιού. Εκεί θα μείνουν ώρες πολλές περιμένοντας με αγωνία να περάσει η μανία του κυκλώνα.Θα ακολουθήσει εντούτοις η τραγική είδηση ότι η πόλη έχει σχεδόν ισοπεδωθεί, ότι υπάρχει κίνδυνος επιδημίας τύφου και θα πρέπει να εγκαταλείψουν τον τόπο τους.
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία της Μαριάννας με τα δυο άρρωστα κοριτσάκια της στην αγκαλιά, κυκλοφορεί σ’ όλον τον κόσμο και γίνεται σύμβολο και έκφραση της οδύνης που προκάλεσε ο πιο βίαιος, μέχρι τότε, κυκλώνας που χτύπησε τη χώρα.
Με έκπληξή της, σαράντα χρόνια αργότερα, η Νεκταρία θα δει τη φωτογραφία να φιγουράρει σε μία παμπ. «Αυτή είμαι εγώ» θα πει στον μπάρμαν που δεν μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. Μετά το κέρασμα που ακολουθεί, τη ρωτά «τι την έφερε πίσω». «Ο τόπος που λατρεύω. Δεν θα τον άλλαζα με τίποτε». Στην πραγματικότητα, επαναλαμβάνει τα λόγια της μητέρας της, που αντηχούν μέσα της και εκφράζουν τις ίδιες ανάγκες».