Πλημμύρισαν από πολύχρωμες σημαίες και από κόσμο που ξεπέρασε τις 100.000 οι δρόμοι του Τελ Αβίβ. Στην ισραηλινή πόλη έγινε χαμός σήμερα (25/06) κατά τη διάρκεια της «Πορείας Υπερηφάνειας», την πρώτη μεγάλη συνάθροιση ανθρώπων μετά την έναρξη της πανδημίας του νέου κορονοϊού στο Ισραήλ.
«Αισθάνομαι πανευτυχής», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Μάι Τρούμαν, που έφτασε στο Τελ Αβίβ από το Ρεχοβότ για να… επωφεληθεί από την ευκαιρία αυτή και να εκφράσει τη στήριξή του στην κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ. «Έχει κανείς την εντύπωση ότι δεν υπάρχει πια κορονοϊός», πρόσθεσε.
Ελάχιστοι άνθρωποι φορούσαν μάσκα προστασίας στην πορεία αυτή. Λίγες ώρες νωρίτερα, το υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε ότι επαναφέρει την υποχρεωτική χρήση μάσκας στους κλειστούς δημόσιους χώρους. Συμβούλευσε, επίσης, τους συμμετέχοντες στη συγκέντρωση να χρησιμοποιήσουν μάσκες, μολονότι θα βρίσκονται σε ανοιχτό χώρο.
«Είμαι κατενθουσιασμένος που βρίσκομαι εδώ και γιορτάζουμε και πάλι μαζί», ανέφερε ο δήμαρχος του Τελ Αβίβ, Ρον Χουλντάι. «Τα δικαιώματα της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ δεν είναι απλώς ένα θέμα που αφορά την κοινότητα των ομοφυλοφίλων. Είναι ζήτημα δημοκρατίας και ανθρωπιάς», πρόσθεσε, σύμφωνα με όσα μεταφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Οι ισραηλινές Αρχές προβάλλουν τέτοιου είδους εκδηλώσεις, για να τονίσουν την εικόνα μιας χώρας που σέβεται τη διαφορετικότητα και να προωθήσουν τον τουρισμό. Η πρώτη Πορεία Υπερηφάνειας στο Τελ Αβίβ έγινε το 1998. Το 2005 ωστόσο, μια παρόμοια γιορτή στην Ιερουσαλήμ βυθίστηκε στο πένθος όταν ένας υπερορθόδοξος Εβραίος μαχαίρωσε και σκότωσε μια έφηβη.
Η Όφιρ, 20 ετών, με ζωγραφισμένο το ουράνιο τόξο στα μάγουλά της, εξήγησε ότι η πορεία δεν είναι απλώς μια «γιορτή», αλλά επίσης «μια διαδήλωση. Αποτελούμε τμήμα του λαού», είπε η νεαρή γυναίκα, ζητώντας να νομιμοποιηθούν οι γάμοι μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου.
Ωστόσο, ο ακροδεξιός βουλευτής, Μπεζαλέλ Σμότριτς, έγραψε στο Twitter ότι η παρέλαση του Τελ Αβίβ ισοδυναμεί με «μεγάλη βλασφημία».
Η εκδήλωση είχε ματαιωθεί πέρσι, λόγω της υγειονομικής κρίσης. Το 2019 όμως συμμετείχαν στη γιορτή αυτή περίπου 250.000 άνθρωποι, σύμφωνα με τον δήμο.