Απόψε, ο Ρουσόμ θα αγοράσει δέκα κεριά, τρία μπουκάλια μπύρας για τους φίλους του και χυμό πορτοκάλι, γάλα και μέλι για τον εαυτό του. Μαζί με 14 συμπατριώτες του από την Ερυθραία που μένουν μαζί του στη μικρή σουηδική πόλη Άνγκε, θα γιορτάσει έτσι αυτή την ημέρα γύρω από ένα τραπέζι.
Η σημερινή ημέρα είναι μια επέτειος τόσο τραγική όσο και ευτυχής. Η ομάδα θα ανάψει τα κεριά και θα διαβάσει τα ονόματα των φίλων που χάθηκαν πριν από έναν ακριβώς χρόνο στ’ ανοιχτά της Λαμπεντούζα. Κι ύστερα θα πιουν για να διώξουν τους εφιάλτες τους.
«Οι αναμνήσεις εκείνης της ημέρας με στοιχειώνουν κάθε μέρα», δηλώνει ο Ρουσόμ στην ιταλική La Stampa, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. «Βλέπω τους φίλους μου που πνίγονταν γύρω μου. Βλέπω τον εαυτό μου στο νερό, να φωνάζω βοήθεια. Δεν θέλω να τα σκέπτομαι, αλλά δεν μπορώ να το αποφύγω».
Ο Ρουσόμ έφυγε από την Ασμάρα τον Ιούνιο του 2013. Διέσχισε την έρημο με τα πόδια. Έμεινε στο Χαρτούμ για τέσσερις ημέρες, στη Λιβύη για δύο μήνες, στη Λαμπεντούζα για άλλους δύο. Διέφυγε από τη Ρώμη χωρίς να τον εμποδίσει κανείς. Όπως λέει, όλοι του φέρθηκαν καλά. Πήγε στη Φραγκφούρτη με τρένο κι από εκεί πήρε λεωφορείο για τη Στοκχόλμη, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο.
Έχοντας ένα ποτήρι με γάλα μπροστά του, ο Ρουσόμ γράφει σε ένα χαρτί τις δύο λέξεις που έχουν γι’ αυτόν τη μεγαλύτερη σημασία: «Ελευθερία, δουλειά». Η δουλειά είναι ελευθερία.
Το σπίτι στο οποίο μένει ο Ρουσόμ είμαι άμεμπτο, όλα τα πληρώνει άλλωστε η σουηδική κυβέρνηση. Τα δύο δωμάτια τα μοιράζεται με τους φίλους του Αμάνιος, Τεσφαμαριάμ και Ζεράι. Με τη βοήθεια μιας κάρτας, μπορεί να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς δωρεάν. «Αγαπώ την Ιταλία», λέει στον απεσταλμένο της La Stampa. «Οι Ερυθραίοι και οι Ιταλοί είναι φίλοι. Αν είχα μείνει όμως στην Ιταλία, σήμερα θα κοιμόμουν κάτω από μια γέφυρα».
Ο Ρουσόμ διηγείται πώς τους έβαλαν οι Λίβυοι σε μια βάρκα, κτυπώντας τους. «Ήμασταν πολλοί, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα». Κανείς δεν τους είδε να πλησιάζουν τις ιταλικές ακτές. Ύστερα, ο διακινητής που οδηγούσε τη βάρκα έβαλε φωτιά σε μια κουβέρτα βουτηγμένη σε πετρέλαιο, με αποτέλεσμα να επικρατήσει πανικός. «Η βάρκα αναποδογύρισε, ήμουν από τους πρώτους που έπεσαν στο νερό», θυμάται.
Ο Ρουσόμ ξυπνάει κάθε πρωί στις 6:45 και τρώει ψωμί και τυρί. Μελετά σουηδικά πέντε φορές την εβδομάδα σε ένα σχολείο για μετανάστες που βρίσκεται σε απόσταση 40 λεπτών με το λεωφορείο. Αυτός είναι ο όρος για να μπορεί να εισπράττει το μηνιαίο επίδομα των 300 δολαρίων.
Στην Ερυθραία, έπρεπε να καταταγεί στο στρατό, οπότε αποφάσισε ότι οπουδήποτε αλλού η ζωή θα ήταν καλύτερη. Το όνειρό του είναι να γίνει οδηγός μπουλντόζας και η αγαπημένη του ημέρα είναι η Παρασκευή, «όταν η Σουηδία σταματάει να δουλεύει και η ατμόσφαιρα είναι γιορταστική».
Τα Σάββατα πηγαίνει στην εκκλησία. Και τις Κυριακές περνάει όλη σχεδόν την ημέρα μπροστά στη στάση του λεωφορείου, όπου συγκεντρώνονται όλοι – τόσο οι Σουηδοί όσο και οι μετανάστες – από τις γύρω κοινότητες. Και προσπαθεί μέσω Facebook να βρίσκεται σε επαφή με άλλους συνταξιδιώτες του, πολλοί από τους οποίους μένουν κοντά στη Στοκχόλμη.
Εκείνη την ημέρα άφησαν την τελευταία τους πνοή στη θάλασσα 366 άνθρωποι. Μέσα σε ένα χρόνο, 4.000 άνθρωποι έχουν πνιγεί, στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν από τον πόλεμο, τη φτώχεια και τις δικτατορίες. Άλλοι 140.000 έχουν σωθεί στο πλαίσιο της επιχείρησης Mare Nostrum. Από αυτούς, μόνο οι μισοί μένουν ακόμη στην Ιταλία. Οι άλλοι έχουν μεταβεί σε άλλες χώρες, όπως έγινε με τον Ρουσόμ.
Ο τελευταίος έχει γυναίκα και πέντε παιδιά. Όλα γι’ αυτούς τα κάνει, λέει. Στις 10 Σεπτεμβρίου απέκτησε την καινούργια του ταυτότητα. «Ήταν η ωραιότερη ημέρα της καινούργιας μου ζωής».