Όταν στις 20 Ιανουαρίου ο Τζο Μπάιντεν ορκιζόταν 46ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, πολλοί ήταν εκείνοι που ξεφύσηξαν με ανακούφιση, μετά από τέσσερα ταραχώδη χρόνια με τον Ντόναλντ Τραμπ στο τιμόνι. Ασφαλώς, υπήρξαν, αντίστοιχα, και αυτοί που περίμεναν εξαρχής το νέο πρόεδρο… με τουφέκι στη γωνία, όταν ερχόταν η ημέρα του απολογισμού των πρώτων 100 ημερών του στον προεδρικό θώκο – ένας δημοσιογραφικός και πολιτικός «θεσμός» τόσο παλιός σχεδόν όσο και η ίδια η Αμερικανική Δημοκρατία.
Με τις ΗΠΑ να είναι η χειρότερα πληττόμενη χώρα από την πανδημία της Covid-19, μετρώντας σχεδόν 560.000 νεκρούς και πάνω από 31 εκατ. κρούσματα, το έργο του Μπάιντεν ήταν εξαρχής να τονώσει την εμπιστοσύνη των Αμερικανών στο (ούτως ή άλλως πληττόμενο ελέω διακυβέρνησης Τραμπ) σύστημα υγείας των ΗΠΑ. Όταν ορκίστηκε πρόεδρος, ο Μπάιντεν έθεσε έναν φιλόδοξο στόχο: να γίνουν 100 εκατ. εμβολιασμοί στις πρώτες 100 ημέρες της προεδρίας του. Και, ω του θαύματος, ο στόχος αυτός επετεύχθη από τις 18 Μαρτίου κιόλας, την 58η ημέρα της θητείας του στον Λευκό Οίκο.
«Δεν ήταν καθόλου εύκολο, αλλά τα καταφέραμε», είπε προ ημερών ο πρόεδρος από τον Λευκό Οίκο, περιγράφοντας μια τεράστια εθνική προσπάθεια προκειμένου ο ρυθμός του εμβολιασμού στις ΗΠΑ να επιταχυνθεί θεαματικά για το κοινό καλό. Επί του παρόντος, αρχές Απριλίου, χορηγούνται σχεδόν 2,5 εκατ. δόσεις ημερησίως κατά μέσο όρο, έναντι λιγότερου του ενός εκατομμυρίου στις 20 Ιανουαρίου. «Είναι η ώρα για αισιοδοξία, αλλά όχι για χαλάρωση. Πρέπει όλοι σας να κάνετε το καθήκον σας. Πλένετε τα χέρια σας, κρατάτε τις αποστάσεις, φοράτε μάσκα όπως συστήνει το (σ.σ: Κέντρo Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ) CDC και εμβολιαστείτε όταν έρθει η σειρά σας», είπε ο Μπάιντεν.
«Πακέτο-μπαζούκα» 3 τρισ. δολάρια για υποδομές και πρόνοια
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ κατόπιν έστρεψε την προσοχή του στο κράτος, ανακοινώνοντας πριν λίγες ημέρες ένα φιλόδοξο σχέδιο σχεδόν 3 τρισ. δολαρίων για να «χτίσει» εκ νέου τις υποδομές, να στηρίξει το κοινωνικό δίχτυ ασφάλισης για τις ευπαθείς ομάδες, να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, να μεταρρυθμίσει την υγεία, να δώσει ώθηση στις θέσεις εργασίας και να μειώσει τις οικονομικές ανισότητες.
Σε δηλώσεις του την περασμένη εβδομάδα, όταν ρωτήθηκε γιατί δίνει προτεραιότητα σε αυτό το πακέτο και όχι σε άλλες πρωτοβουλίες, ο Μπάιντεν επισήμανε ότι «οι πρόεδροι πρέπει να γνωρίζουν την κατάλληλη στιγμή για δράση», προσθέτοντας ότι «επιθυμεί να ανακατευθύνει τα κεφάλαια σε παραμελημένες περιφέρειες και ξεχασμένους ανθρώπους».
Η πρωτοβουλία Μπάιντεν παραπέμπει στους ηγέτες των Δημοκρατικών της δεκαετίας του 1960, όπως ο Τζον Κένεντι με τις δημόσιες επενδύσεις του ή ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ το 1956, ο οποίος επιδίωξε να κατασκευαστεί το δίκτυο των διαπολιτειακών αυτοκινητοδρόμων.
«Με εντυπωσιάζουν η κλίμακα και η δομή», δήλωσε ο καθηγητής Οικονομικών του MIT, Σάιμον Τζόνσον, αναφερόμενος στο σχέδιο. «Φαίνεται ότι έχουν υιοθετήσει την ιδέα ότι μπορούν να ενισχυθούν η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη και αυτό να διαχυθεί σε όλη τη χώρα με τις σωστές δημόσιες επενδύσεις».
Βέβαια, η μάχη για την κατάρτιση της νομοθεσίας στο Κογκρέσο των ΗΠΑ αναμένεται να είναι δύσκολη, καθότι ο πρόεδρος των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία Μιτς Μακόνελ, δήλωσε ότι οποιοδήποτε νομοσχέδιο προτείνουν οι Δημοκρατικοί μπορεί να είναι «Δούρειος ίππος για μαζικές αυξήσεις φόρων».
Κλίμα και Μεταναστευτικό
Αναφορικά με την προσπάθεια ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής και προώθησης των εναλλακτικών μορφών ενέργειας ο Μπάιντεν δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με αρκετές αμερικανικές Πολιτείες, αναστέλλοντας τις άδειες υλοποίησης έργων κατασκευής βλαπτικών για το περιβάλλον, όπως του πετρελαιαγωγού Keystone XL ή φτάνοντας στο σημείο να ακυρώσει συμφωνίες εκμετάλλευσης χερσαίων και υποθαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε αμερικανικό έδαφος.
Επίσης, ανέστειλε μια σειρά πολιτικών του προκατόχου του για τη μετανάστευση, μεταξύ αυτών την κατασκευή του διαβόητου τείχους στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού και τις απαγορεύσεις εισόδου στις ΗΠΑ πολιτών από ορισμένες – μουσουλμανικές κυρίως – χώρες. Ταυτόχρονα, συνεχίζεται ένα πρόγραμμα που είχε ξεκινήσει όταν ο ίδιος ήταν αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα, την οκταετία 2008-2016, για την στήριξη μεταναστών που μπήκαν στις ΗΠΑ δίχως χαρτιά όταν ήταν παιδιά.
Οι Financial Times, από την πλευρά τους, εκφράζουν την εκτίμησή τους για τα πρώτα αποτελέσματα της διοίκησης Μπάιντεν. Επειδή, όπως αναφέρουν, «ο Μπάιντεν α) Είναι αποτελεσματικός. Αντί να το κάνει μέσα σε 100 ημέρες, όπως είχε δεσμευτεί, τελικά κατάφερε να χορηγήσει 100 εκατομμύρια δόσεις σε μόλις 50 ημέρες. β) Είναι τυχερός. Ο Μπάιντεν δεν θα είχε κερδίσει χωρίς την πανδημία, γιατί η πανδημία και όχι η οικονομία είναι αυτή που καταδίκασε τον Τραμπ. Επιπλέον, η πανδημία έδωσε στον Μπάιντεν «την ευκαιρία να δείξει τη δύναμη της κρατικής παρέμβασης». γ) Είναι οξυδερκής. Έκανε σωστές επιλογές σε καίριες θέσεις του κρατικού μηχανισμού, όπως της Τζάνετ Γέλεν στην οικονομία, αποφεύγοντας λάθη κακής στελέχωσης που έκαναν οι προκάτοχοί του, όπως ο Κάρτερ, ο Κλίντον ή και Ομπάμα ακόμη».
Ασφαλώς υπάρχουν και δεσμεύσεις του που παραμένουν ανεκπλήρωτες, ωστόσο ο ίδιος έχει επανειλημμένα τονίσει ότι «όλα θα μπουν σε μια σειρά και θα πραγματοποιηθούν». Πρόκειται για το ζήτημα της αναμόρφωσης του Ποινικού Κώδικα, που ήρθε στο προσκήνιο την προηγούμενη χρονιά εξαιτίας της άγριας αστυνομικής καταστολής διαδηλώσεων Αφροαμερικανών, ενώ προεκλογικά έχει υποσχεθεί να δημιουργήσει μια εθνική επιτροπή εποπτείας της Αστυνομίας.
Ψυχροπολεμικό κλίμα με την Ρωσία
Ωστόσο, οι πρώτες 100 ημέρες της προεδρίας Μπάιντεν στιγματίστηκαν και από την «άγαρμπη» συμπεριφορά του νέου προέδρου απέναντι στη Ρωσία.
Σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο ABC, ο Μπάιντεν δήλωσε πως πιστεύει ότι ο Ρώσος ομόλογός του, Βλαντίμιρ Πούτιν, είναι «ένας φονιάς» και προειδοποίησε πως «θα υποστεί τις συνέπειες» επειδή ηγήθηκε προσπαθειών με στόχο να στρέψει τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2020 υπέρ του Τραμπ και πως αυτές οι συνέπειες θα έρθουν σύντομα. «Θα πληρώσει ένα τίμημα», δήλωσε. Ερωτηθείς ποιο μπορεί να είναι αυτό το τίμημα, απάντησε «θα δείτε σύντομα».
Ο Μπάιντεν έκανε τα σχόλια αυτά λίγο αφότου έκθεση των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, η οποία δόθηκε χθες, Τρίτη, στη δημοσιότητα, στηρίζει τις κατηγορίες ότι ο Πούτιν βρισκόταν πίσω από την ανάμιξη της Μόσχας στις αμερικανικές εκλογές, μια κατηγορία που η Ρωσία χαρακτήρισε αβάσιμη.
Ωστόσο, κάποιοι μίλησαν για ένα νέο «Ψυχρό πόλεμο» ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ρωσία, στηριζόμενοι σε δυο στοιχεία: ως «εκδίκηση» απέναντι στη Μόσχα για τα ντοκουμέντα που έδωσε το Κρεμλίνο στον Τραμπ σχετικά με τον γιο του, Χάντερ που αποκαλύφθηκε ότι ήταν ενεργό μέλος στο συμβούλιο της εταιρείας ενέργειας Burisma, στην Ουκρανία, την περίοδο που ο πατέρας του διατελούσε Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ. Αλλά και, δευτερευόντως, να δείξει ότι οι ΗΠΑ επιστρέφουν δυνατά στο διεθνές προσκήνιο μετά από μια τετραετία ενδοτικότητας και «δειλίας» στην εξωτερική πολιτική της προεδρίας Τραμπ.
Ο χαρακτηρισμός του Πούτιν από τον Μπάιντεν προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στη Ρωσία. Ο αναπληρωτής πρόεδρος της Ανω Βουλής, Κονσταντίν Κοσάτσεφ, χαρακτήρισε ως «ανάξιες ηγέτη κράτους» τις δηλώσεις του αμερικανού προέδρου. Δηκτικόςστάθηκε και ο πρώην πρωθυπουργός Ντμίτρι Μεντβέντεφ καθώς δήλωσε ότι «ο χρόνος δεν ήταν ευγενικός» με τον Μπάιντεν και προσέθεσε: «Μπορώ μόνο να επικαλεστώ τον Φρόιντ: Τίποτα δεν κοστίζει πιο ακριβά από την αρρώστια και τη βλακεία».
Λίγες ημέρες μετά, μιλώντας στη δημόσια τηλεόραση της Ρωσίας, ο Πούτιν ρωτήθηκε πώς θα απαντούσε στον Μπάιντεν για τις προσβλητικές αναφορές του. «Θα του έλεγα: Να είσαι καλά. Του εύχομαι καλή υγεία, και το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας ή αστεϊσμού», δήλωσε ο Ρώσος πρόεδρος, για να προσθέσει: «Όταν ήμαστε παιδιά, απαντούσαμε στις προσβολές άλλων λέγοντας: είσαι και φαίνεσαι. Δεν είναι μόνο μια στερεότυπη παιδική αντίδραση. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια».
Η νέα αμερικανική διοίκηση απέναντι στην Αθήνα
H ούτως ή άλλως «δύσκολη» σχέση Ουάσινγκτον-Αγκυρας έγινε δυσχερέστερη επί των ημερών του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου. Ο Μπάιντεν προέβη σε μερικές συμβολικές κινήσεις όσον αφορά την Ελλάδα, όπως το τηλεφώνημά του στον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη την ημέρα της εθνικής επετείου, με τον αντιπολιτευόμενο τουρκικό Τύπο να αναφέρει συχνά ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ακόμη… περιμένει τηλέφωνο από το νέο πρόεδρο.
Το κλίμα κατά της Τουρκίας είναι ξεκάθαρα αρνητικό, όπως φάνηκε άλλωστε και μετά την πρόσφατη συνάντηση που είχαν ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν και ο τούρκος ομόλογός του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στο περιθώριο της υπουργικής συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες.
Στο τετ-α-τετ των δυο ανδρών, ο Μπλίνκεν έθεσε στο τραπέζι τρία φλέγοντα ζητήματα: το θέμα των πυραύλων S-400, αυτό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα, αλλά και την αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για τα δικαιώματα των γυναικών.
Λίγες ημέρες μετά, ήρθε η… χαριστική βολή. Στην ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καταγγέλλει την Τουρκία για σειρά παραβιάσεων, μεταξύ των οποίων «για αυθαίρετες δολοφονίες, ύποπτους θανάτους υπό κράτηση, καταναγκαστικές εξαφανίσεις, βασανιστήρια, αυθαίρετες συλλήψεις και φυλακίσεις δεκάδων χιλιάδων ατόμων, συμπεριλαμβανομένων πρώην βουλευτών της αντιπολίτευσης, δικηγόρων, δημοσιογράφων, αλλοδαπών πολιτών, αλλά και υπαλλήλων της διπλωματικής αποστολής των ΗΠΑ».
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με μια ολοένα και μεγαλύτερη προσέγγιση Αθήνας-Ουάσινγκτον (τα συχνά τηλεφωνήματα που ανταλλάσσουν οι υπουργοί Άμυνας Ελλάδας – ΗΠΑ, Νίκος Παναγιωτόπουλος και Λόιντ Οστιν, αλλά και μια προγραμματισμένη επίσκεψη του υπουργού Άμυνας στις ΗΠΑ, στις αρχές του καλοκαιριού, που θα είναι το πρώτο επίσημο ταξίδι έλληνα αξιωματούχου στην Ουάσιγκτον μετά την εκλογή Μπάιντεν), δημιουργούν μια ελπιδοφόρα ατμόσφαιρα για την Αθήνα, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι το υπουργείο Εξωτερικών και προσωπικά ο Νίκος Δένδιας δεν «πατούν γερά τα πόδια τους στο έδαφος», όντες απόλυτα ρεαλιστικοί ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν διαμορφώνεται από φιλίες και έχθρες, αλλά από τα ξεκάθαρα γεωπολιτικά συμφέροντα της εκάστοτε χρονικής συγκυρίας.